Σκοπός της θεραπείας είναι ο έλεγχος των επιληπτικών κρίσεων με τη συνεχή διατήρηση δραστικών επιπέδων του φαρμάκου στο πλάσμα και από εκεί στον εγκεφαλικό ιστό. H δόση και η συχνότητα χορήγησής τους καθορίζονται από το χρόνο υποδιπλασιασμού, γι' αυτό και είναι σκόπιμος ο προσδιορισμός των φαρμάκων αυτών στο πλάσμα. Aρχικά χορηγούνται μικρές δόσεις που στη συνέχεια αυξάνονται βαθμιαία μέχρι να ελεγχθούν οι κρίσεις ή να εμφανιστούν τοξικά φαινόμενα.
H ημερήσια ποσότητα του φαρμάκου πρέπει να χορηγείται σε όσο το δυνατόν λιγότερες δόσεις, ώστε να είναι πιο εύκολο για τον ασθενή να εφαρμόζει το θεραπευτικό σχήμα. Tα περισσότερα αντιεπιληπτικά, όταν χορηγούνται σε μέση δόση μπορεί να δίνονται δύο φορές την ημέρα. H φαινοβαρβιτάλη, που έχει μεγάλο χρόνο ημίσειας ζωής, μπορεί να δίνεται μόνο μια φορά την ημέρα πριν από την κατάκλιση. όταν όμως τα αντιεπιληπτικά χορηγούνται σε μεγάλες δόσεις μπορεί να χρειασθεί η κατανομή τους σε 3 ή 4 δόσεις την ημέρα για να ελαχιστοποιηθούν οι ανεπιθύμητες ενέργειες, ιδίως η υπνηλία, που σχετίζονται με υψηλές συγκεντρώσεις του φαρμάκου στο αίμα.
Tα μικρά παιδιά μεταβολίζουν τα αντιεπιληπτικά ταχύτερα από τους ενηλίκους και γι αυτό πρέπει να χορηγούνται σε περισσότερες και μεγαλύτερες δόσεις ανά χιλιόγραμμο βάρους σώματος.
H έναρξη της θεραπείας πρέπει να γίνεται κατά κανόνα με ένα φάρμακο, που στις περισσότερες περιπτώσεις αρκεί για τον έλεγχο των κρίσεων. Προσθήκη δεύτερου φαρμάκου δικαιολογείται μόνο όταν οι κρίσεις συνεχίζονται παρά τις υψηλές συγκεντρώσεις στο αίμα του πρώτου ή όταν εμφανιστούν τοξικά φαινόμενα. Xρησιμοποίηση περισσότερων των δύο αντιεπιληπτικών σπανίως είναι απαραίτητη.
H χορήγηση των αντιεπιληπτικών φαρμάκων πρέπει να συνεχίζεται για τρία τουλάχιστον χρόνια από την εμφάνιση της τελευταίας κρίσης. Tυχόν παράταση της χορήγησης θα εξαρτηθεί από το είδος των κρίσεων, την ευκολία ή μη του ελέγχου τους και την ηλεκτροεγκεφαλογραφική εικόνα. Aνεξαρτήτως πάντως από τα παραπάνω, διακοπή της θεραπείας επιβάλλεται 5 χρόνια μετά την τελευταία κρίση. Πιθανότητα υποτροπής υπάρχει στο 15% περίπου των περιπτώσεων. Aπότομη διακοπή των αντιεπιληπτικών ενέχει τον κίνδυνο επανεμφάνισης των κρίσεων, που μπορεί να φθάσει μέχρι status epilepticus. Για τον λόγο αυτόν πρέπει να γίνεται βαθμιαίως σε διάστημα μηνών. Tο ίδιο ισχύει και στην περίπτωση αλλαγής από ένα φάρμακο σε άλλο που πρέπει επίσης να γίνεται βαθμιαίως σε διάστημα εβδομάδων. Tα φάρμακα αυτά προκαλούν ενζυμική επαγωγή με αποτέλεσμα να ελαττώνουν τη δραστικότητα άλλων συγχρόνως χορηγουμένων φαρμάκων.
Για ορισμένα αντιεπιληπτικά έχει αποδειχθεί τερατογόνος δράση στα πειραματόζωα. Στον άνθρωπο εντούτοις ο κίνδυνος πρόκλησης συγγενών ανωμαλιών του εμβρύου είναι πρακτικά μικρός. Eπίσης τυχόν διακοπή της θεραπείας στη διάρκεια της κύησης θα προκαλέσει υποτροπή των κρίσεων, που η επίδρασή τους στο έμβρυο δεν είναι γνωστή και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι είναι λιγότερο επιβλαβής από τη φαρμακευτική αγωγή. Γι' αυτό η αντιεπιληπτική αγωγή θα πρέπει να συνεχίζεται στη διάρκεια της κύησης.
Η καρβαμαζεπίνη, το βαλπροϊκό νάτριο και η λαμοτριγίνη χρησιμοποιούνται και στη διπολική διαταραχή (βλ. 04.03 ). Η ακεταζολαμίδη χρησιμοποιείται ως αντιγλαυκωματικό (βλ. κεφ. 11.04.04 ).
Περιεχόμενα κεφαλαίου
- 04.05.01 Αιθοσουξιμίδη (Ethosuximide)
- 04.05.02 Βαλπροϊκό νάτριο (Sodium Valproate)
- 04.05.03 Βιγκαμπατρίνη (Vigabatrin)
- 04.05.04 Γκαμπαπεντίνη (Gabapentin)
- 04.05.05 Διαζεπάμη (Diazepam)
- 04.05.06 Καρβαμαζεπίνη (Carbamazepine)
- 04.05.07 Κλοβαζάμη (Clobazam)
- 04.05.08 Κλοναζεπάμη (Clonazepam)
- 04.05.09 Λαμοτριγίνη (Lamotrigine)
- 04.05.10 Λεβετιρακετάμη (Levetiracetam)
- 04.05.11 Οξυκαρβαζεπίνη (Oxcarbazepine)
- 04.05.12 Παραλδεΰδη (Paraldehyde)
- 04.05.13 Πρεγκαμπαλίνη (Pregabalin)
- 04.05.14 Τιαγκαμπίνη (Tiagabine)
- 04.05.15 Τοπιραμάτη (Topiramate)
- 04.05.16 Φαινοβαρβιτάλη (Phenobarbital)
- 04.05.17 Φαινυτοΐνη (Phenytoin)
- 04.05.18 Χλωράλη ένυδρος (Chloral Hydrate)
- 04.05.19 Λακοσαμίδη (Lacosamide)
Δραστικές ουσίες κεφαλαίου
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Καρβαμαζεπίνη |
Η καρβαμαζεπίνη είναι παράγωγο της διβενζαζεπίνης. Ανήκει στην φαρμακευτική κατηγορία των αντιεπιληπτικών, νευροτρόπων και ψυχοτρόπων φαρμάκων. Η καρβαμαζεπίνη βοηθά στον έλεγχο της διαβίβασης των μηνυμάτων από τον εγκέφαλο στους μυς. |
Κλοβαζάμη |
Η κλοβαζάμη ανήκει στις βενζοδιαζεπίνες και χορηγείται σε αγχώδεις διαταραχές κι ως συμπληρωματική θεραπεία στην επιληψία. |
Κλοναζεπάμη |
Η κλοναζεπάμη (clonazepam) ασκεί μία άμεση αναστολή της επιληπτογόνου εστίας του φλοιού ή του υποφλοιού και παρακωλύει τη γενίκευση της σπασμογόνου δραστηριότητας. Επομένως, η κλοναζεπάμη επιδρά ευεργετικά στις εστιακές επιληψίες και στις πρωτοπαθείς γενικευμένες κρίσεις. Η κλοναζεπάμη ενισχύει την προ και μετασυναπτική ανασταλτική ενέργεια του γ-αμινοβουτυρικού οξέος στον εγκέφαλο. |
Διαζεπάμη |
Η διαζεπάμη όπως και οι υπόλοιπες βενζοδιαζεπίνες μειώνουν το άγχος αναστέλλοντας με εκλεκτικό τρόπο νευρωνικά κυκλώματα στο μεταιχμιακό σύστημα του εγκεφάλου. Οι βενζοδιαζεπίνες χαλαρώνουν την σπαστικότητα των σκελετικών μυών, αυξάνοντας την προσυναπτική αναστολή στον νωτιαίο μυελό. |
Αιθοσουξιμίδη |
Η αιθοσουξιμίδη είναι ένα αντιεπιληπτικό φάρμακο. |
Γκαμπαπεντίνη |
Η γκαμπαπεντίνη (gabapentin) ενδείκνυται ως συμπληρωματική θεραπεία των εστιακών επιληπτικών κρίσεων και στη θεραπεία του περιφερικού νευροπαθητικού πόνου. Η γκαμπαπεντίνη εισχωρεί άμεσα στον εγκέφαλο και προλαμβάνει τις επιληπτικές κρίσεις σε ορισμένο αριθμό ζωικών μοντέλων επιληψίας. Η γκαμπαπεντίνη συνδέεται με υψηλή συγγένεια στην α2δ (άλφα-2-δέλτα) υπομονάδα των τασεοεξαρτώμενων διαύλων ασβεστίου και υποστηρίζεται ότι η σύνδεση με την α2δ υπομονάδα μπορεί να σχετίζεται με τις αντιεπιληπτικές δράσεις στα ζώα. |
Λαμοτριγίνη |
Η λαμοτριγίνη (lamotrigine) αποτελεί έναν αναστολέα των ηλεκτροδυναμικών διαύλων νατρίου. Αναστέλλει την επαναλαμβανόμενη μεταγωγή σήματος μέσω των νευρώνων και την απελευθέρωση του γλουταμινικού (ενός νευροδιαβιβαστή που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση επιληπτικών κρίσεων). |
Λεβετιρακετάμη |
Η λεβετιρακετάμη (levetiracetam) είναι ένα πυρρολιδονικό παράγωγο, το οποίο δεν έχει χημική σχέση με τις υπάρχουσες αντιεπιληπτικές δραστικές ουσίες. Η λεβετιρακετάμη παρέχει προστασία κατά των σπασμών σε ευρύ φάσμα μοντέλων πειραματόζωων της εστιακής και της πρωτογενώς γενικευμένης επιληψίας χωρίς να έχει προσπασμωδική ενέργεια. Ο πρωτογενής μεταβολίτης είναι αδρανής. |
Λοραζεπάμη |
Η λοραζεπάμη (lorazepam) ανήκει στην κατηγορία των βενζοδιαζεπινών και δρα ως αγχολυτικό όταν χορηγείται σε μικρές δόσεις στη διάρκεια της ημέρας. Οι βενζοδιαζεπίνες πιθανά εκδηλώνουν τη δράση τους συνδεόμενες με ειδικούς υποδοχείς σε αρκετά σημεία του Κ.Ν.Σ., είτε ενισχύοντας τα αποτέλέσματα της συναπτικής και προσυναπτικής αναστολής που πραγματοποιούνται με τη μεσολάβηση του γ-αμινοβουτυρικού οξέος ή επιδρώντας άμεσα στη δράση μηχανισμών παραγωγής δυναμικού. |
Οξυκαρβαζεπίνη |
Η οξυκαρβαζεπίνη (oxcarbazepine) λειτουργεί διατηρώντας υπό έλεγχο τα «υπερδιεγερμένα» κύτταρα του εγκεφάλου, μειώνοντας έτσι την συχνότητα των επιληπτικών σπασμών. Η φαρμακολογική δράση της οξκαρβαζεπίνης, ασκείται κυρίως μέσω του μεταβολίτη της οξκαρβαζεπίνης (MHD). Ο μηχανισμός δράσης της οξκαρβαζεπίνης και του MHD πιστεύεται ότι βασίζεται κυρίως στον αποκλεισμό των διαύλων νατρίου που είναι ευαίσθητοι στις διαφορές δυναμικού. |
Φαινοβαρβιτάλη |
Η φαινοβαρβιτάλη ανήκει στα βαρβιτουρικά και χρησιμοποιείται για τις αντισπασμωδικές και κατασταλτικές-υπνωτικές ιδιότητες της στη διαχείριση των επιληπτικών κρίσεων. Η φαινοβαρβιτάλη επιδρά στους υποδοχείς GABAA, αυξάνοντας την συναπτική αναστολή. |
Φαινυτοΐνη |
Η φαινυτοΐνη (phenytoin) είναι ένα αντιεπιληπτικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία του status epilepticus. Η κύρια περιοχή της δράσης της είναι ο κινητικός φλοιός όπου αναστέλλεται η επέκταση του επιληπτικού παροξυσμού. |
Πρεγκαμπαλίνη |
H πρεγκαμπαλίνη είναι ανάλογο του γ-αμινοβουτυρικού οξέος [(S) |
Τιαγκαμπίνη |
Η τιαγκαμπίνη είναι ένας ισχυρός και εκλεκτικός αναστολέας της πρόσληψης του GABA από τους νευρώνες και τη νευρογλοία. Η θεραπεία με τιαγκαμπίνη οδηγεί σε αύξηση των επιπέδων του GABA στον εγκέφαλο, το οποίο είναι ο μείζων ανασταλτικός νευροδιαβιβαστής στον εγκέφαλο. |
Βαλπροϊκό οξύ |
Το βαλπροϊκό οξύ ανήκει στα αντιεπιληπτικά φάρμακα. Κύρια δράση του είναι η ελάττωση της διάδοσης των ανώμαλων ηλεκτρικών εκφορτίσεων στον εγκέφαλο ενώ πιθανώς να ενισχύει τη δράση του γ-αμινοβουτυρικού οξέος στις ανασταλτικές συνάψεις. |
Βιγαμπατρίνη |
Η βιγαμπατρίνη (vigabatrin) είναι εκλεκτικός μη αναστρέψιμος αναστολέας της τρανσαμινάσης GABA, του ενζύμου που είναι υπεύθυνο για τη διάσπαση του GABA (γ-αμινοβουτυρικό οξύ). Η βιγαμπατρίνη αυξάνει τη συγκέντρωση του GABA, του μείζονος ανασταλτικού νευροδιαβιβαστή στον εγκέφαλο. |