Τίτλοι κωδικού


Κατάταξη ομάδας
Περιεχόμενα ομάδας
Δραστικές ουσίες ομάδας
Η αγαλσιδάση άλφα (agalsidase alfa) καταλύει την υδρόλυση του Gb3 (globotriaosylceramide), αποκολλώντας ένα ακραίο κλάσμα γαλακτόζης από το μόριο. Η αγωγή με το ένζυμο αυτό έχει καταδειχτεί ότι μειώνει τη συσσώρευση Gb3 σε πολλούς τύπους κυττάρων, συμπεριλαμβανομένων των ενδοθηλιακών και παρεγχυματικών κυττάρων.
Η αγαλσιδάση βήτα (agalsidase beta) είναι μία ανασυνδυασμένη μορφή της ανθρώπινης α-γαλακτοσιδάσης Α και παράγεται με τεχνολογία ανασυνδυασμένου DNA και ενδείκνυται για μακροχρόνια θεραπεία ενζυμικής υποκατάστασης σε ασθενείς με επιβεβαιωμένη διάγνωση της νόσου Fabry (ανεπάρκεια της α-γαλακτοσιδάσης Α). Η αλληλουχία αμινοξέων της ανασυνδυασμένης μορφής, καθώς και η νουκλεοτιδική αλληλουχία η οποία είναι κωδικοποιημένα, είναι ταυτόσημες με την φυσική μορφή της α-γαλακτοσιδάσης.
Η αλγλουκεράση (alglucerase) ήταν ένα βιοφαρμακευτικό φάρμακο για τη θεραπεία της νόσου του Gaucher. Είναι μια τροποποιημένη μορφή του ενζύμου της ανθρώπινης β-γλυκοκερεβροσιδάσης, όπου τα μη αναγωγικά άκρα των αλυσίδων των ολιγοσακχαριτών έχουν τερματιστεί με υπολείμματα μαννόζης.
Η αλγλυκοσιδάση άλφα (alglucosidase alfa) είναι μια ανασυνδυασμένη μορφή της ανθρώπινης όξινης α-γλυκοσιδάσης και παράγεται μέσω τεχνολογίας ανασυνδυασμένου DNA. Θεωρείται ότι η αλγλυκοσιδάση άλφα επαναφέρει τη λυσοσωμική δραστικότητα της φυσιολογικής λυσοσωμικής υδρολάσης, της όξινης α-γλυκοσιδάσης, με αποτέλεσμα τη σταθεροποίηση ή την αποκατάσταση της λειτουργίας του καρδιακού και των σκελετικών μυών (συμπεριλαμβανομένων των αναπνευστικών μυών).
Η ασφωτάση άλφα (asfotase alfa), μια ανασυνδυασμένη πρωτεΐνη σύντηξης ανθρώπινης μη ειδικής για ιστό αλκαλικής φωσφατάσης-Fc-δέκα-ασπαρτάτης με ενζυμική δραστικότητα, προάγει την επιμετάλλωση του σκελετού σε ασθενείς με υποφωσφατασία.
Η βηταΐνη (betaine) είναι ένα παράγωγο μεθυλίου της γλυκίνης που απομονώθηκε πρώτα από τον χυμό των ζαχαρότευτλων. Η βεταΐνη συμμετέχει στον κύκλο της μεθειονίνης, η οποία παράγει ζωτικά βιομόρια συμπεριλαμβανομένων πρωτεϊνών, ορμονών, φωσφολιπιδίων, πολυαμινών και θρεπτικών ουσιών. Η βηταΐνη δρα ως δότης μεθυλομάδας στην επαναμεθυλίωση της ομοκυστεΐνης σε μεθειονίνη.
Το καργλουμικό οξύ (carglumic acid) είναι ένας αλλοστερικός ρυθμιστής της καρβαμοϋλο φωσφορικής συνθετάσης 1 (CPS 1). Η CPS1 βρίσκεται στα μιτοχόνδρια και είναι το πρώτο ένζυμο του κύκλου της ουρίας, το οποίο μετατρέπει την αμμωνία σε ουρία. Το καργλουμικό οξύ ενεργεί ως υποκατάστατο του Ν-ακετυλογλουταμινικού οξέος (NAG) σε ασθενείς με ανεπάρκεια της Ν-ακετυλογλουταμινικής συνθάσης (NAGS) ενεργοποιώντας το CPS1, αλλά δεν βοηθά στη ρύθμιση του κύκλου ουρίας. Το καργλουμικό οξύ ενδείκνυται ως συμπληρωματική θεραπεία για τη θεραπεία της οξείας υπεραμμωνιμίας, λόγω της ανεπάρκειας του ηπατικού ενζύμου NAGS.
Η σερλιπονάση άλφα (cerliponase alfa) είναι μία ανασυνδυασμένη μορφή της ανθρώπινης τριπεπτιδυλικής πεπτιδάσης-1 (rhTPP1). Η σερλιπονάση άλφα είναι ένα πρωτεολυτικό ανενεργό προένζυμο (ζυμογόνο) που ενεργοποιείται στο λυσόσωμα. Το προφίλ γλυκοζυλίωσης της σερλιπονάσης άλφα οδηγεί σε συνεπή κυτταρική πρόσληψη και λυσοσωμική στόχευση για ενεργοποίηση.
Η ελιγλουστάτη (eliglustat) είναι ένας ισχυρός και ειδικός αναστολέας της συνθάσης του γλυκοσυλκεραμιδίου και λειτουργεί ως θεραπεία μείωσης του υποστρώματος (substrate reduction therapy, SRT) για την GD1.
Η elosulfase alfa είναι μια ανασυνδυασμένη μορφή της Ν-ακετυλγαλακτοσαμίνη-6-σουλφατάσης του ανθρώπου (rhGALNS) που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της βλενοπολυσακχαρίδωσης, τύπου IVA (Σύνδρομο Morquio A, MPS IVA). Η elosulfase alfa προορίζεται για την παροχή του εξωγενούς ενζύμου N-ακετυλογαλακτοζαμίνη-6-σουλφατάση που θα λαμβάνεται στα λυσοσώματα και θα αυξάνει τον καταβολισμό των GAGs KS και C6S.
Η γαλσουλφάση (galsulfase), μια ανασυνδυασμένη μορφή της ανθρώπινης N-ακετυλογαλακτοζαμίνης 4-σουλφατάσης, είναι μια γλυκοπρωτεΐνη με μοριακό βάρος περίπου 56 kD. Η γαλσουλφάση ενδείκνυται για μακροχρόνια θεραπεία ενζυμικής υποκατάστασης σε ασθενείς με επιβεβαιωμένη διάγνωση βλεννοπολυσακχαρίδωσης VI (MPS τύπου VI, ανεπάρκεια N-ακετυλογαλακτοζαμίνης 4-σουλφατάσης, σύνδρομο Maroteaux-Lamy).
Η φαινυλοβουτυρική γλυκερόλη (glycerol phenylbutyrate) είναι ένα φαρμακευτικό προϊόν δέσμευσης του αζώτου. Οι ασθένειες του κύκλου της ουρίας (UCD) είναι κληρονομούμενες ανεπάρκειες ενζύμων ή μεταφορέων απαραίτητων για τη σύνθεση ουρίας από αμμωνία (NH3, ΝΗ4+). Η απουσία αυτών των ενζύμων ή των μεταφορέων έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση τοξικών επιπέδων αμμωνίας στο αίμα και στον εγκέφαλο των πασχόντων ασθενών. Η φαινυλοβουτυρική γλυκερόλη ενδείκνυται για χρήση ως επικουρική θεραπεία για τη χρόνια διαχείριση ασθενών με διαταραχές του κύκλου ουρίας (UCD).
Η ιδουρσουλφάση είναι μια κεκαθαρμένη μορφή του λυσοσωμικού ενζύμου 2-σουλφατάση ιδουρονίκου, που παράγεται σε μια ανθρώπινη κυτταρική σειρά παρέχοντας ένα ανθρώπινο προφίλ γλυκοζυλίωσης, το οποίο είναι ανάλογο με το φυσικά παρουσιαζόμενο ένζυμο. Η ιδουρσουλφάση ενδείκνυται για τη μακροπρόθεσμη θεραπεία ασθενών με σύνδρομο Hunter (Βλεννοπολυσακχαρίδωση τύπου ΙΙ, MPS II).
Η ημιγλουκεράση (imiglucerase) είναι μία ανασυνδυασμένη όξινη β-γλυκοσιδάση στοχευόμενη από μακροφάγα που αντικαθιστά την ελλιπή ενζυμική ενεργότητα, υδρολύοντας το γλυκοσυλοκεραμίδιο, διορθώνοντας έτσι την αρχική παθοφυσιολογία της νόσου Gaucher και εμποδίζοντας την εμφάνιση της δευτεροπαθούς παθολογίας. Η ημιγλουκεράση αποκαλύφθηκε ότι βελτιώνει τόσο τις διανοητικές όσο και τις σωματικές πτυχές της ποιότητας ζωής της νόσου του Gaucher.
Η λαρονιδάση (laronidase) είναι μία ανασυνδυασμένη μορφή της ανθρώπινης α-L-iduronidase και παράγεται με εφαρμογή τεχνολογίας ανασυνδυασμένου DNA. Η λαρονιδάση ενδείκνυται για μακροχρόνια αγωγή ενζυμικής υποκατάστασης σε ασθενείς με επιβεβαιωμένη Βλεννοπολυσακχαρίδωση I (MPS I, ανεπάρκεια α-L-iduronidase) για την αντιμετώπιση των μη νευρολογικών εκδηλώσεων της νόσου.
Η λεβοκαρνιτίνη (levocarnitine) είναι ένα φυσικό συστατικό του κυττάρου που παίζει σημαντικό ρόλο στην παραγωγή και μεταφορά της ενέργειας. Στην πραγματικότητα, η λεβοκαρνιτίνη είναι ο μόνος φορέας που χρησιμοποιούν τα λιπαρά οξέα μακράς αλυσίδας για να διαπεράσουν την εσωτερική μεμβράνη των μιτοχονδρίων και να υποστούν β-οξείδωση.
Η μερκαπταμίνη (mercaptamine) μειώνει τη συσσώρευση κρυστάλλων κυστίνης στον κερατοειδή χιτώνα δρώντας ως παράγοντας καταστροφής της κυστίνης, ο οποίος μετατρέπει την κυστίνη σε κυστεΐνη και σε μικτά δισουλφίδια κυστεΐνης-κυστεαμίνης.
Η μετρελεπτίνη (metreleptin) μιμείται τις φυσιολογικές δράσεις της λεπτίνης προσδενόμενη στον ανθρώπινο υποδοχέα λεπτίνης και ενεργοποιώντας τον. Ο υποδοχέας αυτός ανήκει στην οικογένεια υποδοχέων κυτταροκινών τάξης Ι που σηματοδοτούν μέσω της σηματοδοτικής οδού AK/STAT.
Η μιγαλαστάτη (migalastat) είναι φαρμακευτική πρωτεΐνη-συνοδός, σχεδιασμένη να συνδέεται εκλεκτικά, αναστρέψιμα και με υψηλή συγγένεια σε ενεργές θέσεις ορισμένων μεταλλαγμένων μορφών της α-γαλακτοσιδάσης A (α-Gal A), οι γονότυποι των οποίων αναφέρονται ως μεταλλάξεις επιδεκτικές θεραπείας. Η δέσμευση της μιγαλαστάτης σταθεροποιεί τις μεταλλαγμένες αυτές μορφές της α-γαλακτοσιδάσης A (α-Gal A) στο ενδοπλασματικό δίκτυο και διευκολύνει τη φυσιολογική μεταφορά τους στα λυσοσώματα.
Η μιγλουστάτη (miglustat) είναι ένας αναστολέας της συνθάσης του γλυκοσυλιοκεραμιδίου, του ενζύμου που ευθύνεται για το πρώτο στάδιο σύνθεσης των περισσοτέρων γλυκολιπιδίων. Η μιγλουστάτη ενδείκνυται για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με ήπιας έως μέτριας σοβαρότητας τύπου 1 νόσο του Gaucher καθώς και για τη θεραπεία των εκφυλιστικών νευρολογικών εκδηλώσεων σε ασθενείς με νόσο Niemann-Pick τύπου C.
Η νιτισινόνη (nitisinone) είναι ανταγωνιστικός αναστολέας της 4-υδροξυφαινυλοπυροσταφυλικής διοξυγονάσης, ένα ένζυμο που προηγείται της υδρολάσης του ακετοξικού φουμαρυλίου στην καταβολική οδό της τυροσίνης. Η νιτισινόνη αναστέλλει το φυσιολογικό καταβολισμό της τυροσίνης σε ασθενείς με κληρονομική τυροσιναιμία τύπου 1 (HT-1) και συνεπώς εμποδίζει τη συσσώρευση των τοξικών ενδιάμεσων ουσιών του ακετοξικού μηλεϊνυλίου και του ακετοξικού φουμαρυλίου.
Η πεγκβαλιάση (pegvaliase) είναι ένα πεγκυλιωμένο, ανασυνδυασμένο ένζυμο λυάσης φαινυλαλανίνης-αμμωνίας, το οποίο μετατρέπει τη φαινυλαλανίνη σε αμμωνία και trans-κινναμωμικό οξύ που αποβάλλονται κυρίως μέσω του ηπατικού μεταβολισμού. Ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών με φαινυλκετονουρία (ΦΚΟ).
Η σαπροπτερίνη (sapropterin) είναι μία συνθετική εκδοχή της φυσικά προερχόμενης 6R-BH4, η οποία συνιστά συμπαράγοντα των υδροξυλασών της φαινυλαλανίνης, της τυροσίνης και της τρυπτοφάνης. Το σκεπτικό για τη χορήγηση της σαπροπτερίνης σε ασθενείς με ΒΗ4-ανταποκρινόμενη φαινυλκετονουρία είναι η ενίσχυση της δράσης της ελαττωματικής υδροξυλάσης της φαινυλαλανίνης έτσι ώστε να αυξηθεί ή να αποκατασταθεί ο οξειδωτικός μεταβολισμός της φαινυλαλανίνης επαρκώς. Το σκεπτικό για τη χορήγηση της σαπροπτερίνης σε ασθενείς με ανεπάρκεια της τετραϋδροβιοπτερίνης είναι η αντικατάσταση των ανεπαρκών επιπέδων της τετραϋδροβιοπτερίνης, μέσω της αποκατάστασης της δράσης της υδροξυλάσης της φαινυλαλανίνης.
Η σεμπελιπάση άλφα (sebelipase alfa) είναι μια ανασυνδυασμένη ανθρώπινη λυσοσωμική όξινη λιπάση (rhLAL). Η υποκατάσταση της δράσης του ενζύμου LAL οδηγεί σε μειώσεις της περιεκτικότητας του ήπατος σε λίπος και των τρανσαμινασών και επιτρέπει τον μεταβολισμό των εστέρων χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων στο λυσόσωμα, οδηγώντας σε μειώσεις της χοληστερόλης λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας (LDL) και της χοληστερόλης λιποπρωτεΐνης μη υψηλής πυκνότητας (HDL), των τριγλυκεριδίων και σε αυξήσεις της HDL χοληστερόλης. Η βελτίωση στην ανάπτυξη εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της μείωσης του υποστρώματος στο έντερο.
Το φαινυλοβουτυρικό νάτριο (sodium phenylbutyrate) είναι προφάρμακο και μεταβολίζεται ταχέως σε φαινυλοξικό. Το φαινυλοξικό αποτελεί μεταβολικά δραστική ένωση που συζεύγνυται με τη γλουταμίνη μέσω ακετυλίωσης για να σχηματίσει την φαινυλοακετυλογλουταμίνη, η οποία στη συνέχεια απεκκρίνεται από τα νεφρά. Σε μοριακή βάση, η φαινυλοακετυλογλουταμίνη είναι συγκρίσιμη με την ουρία (καθεμία περιέχει 2 γραμμομόρια αζώτου). Έτσι, η φαινυλοακετυλογλουταμίνη προσφέρει έναν εναλλακτικό φορέα απέκκρισης του άχρηστου αζώτου.
Η τεδουγλουτίδη (teduglutide) είναι ένα ανάλογο του GLP-2. Το φυσικώς απαντώμενο ανθρώπινο γλυκαγονόμορφο πεπτίδιο 2 (GLP-2) είναι ένα πεπτίδιο που εκκρίνεται από τα L-κύτταρα του εντέρου το οποίο είναι γνωστό ότι αυξάνει την εντερική και την πυλαία ροή αίματος, αναστέλλει την έκκριση γαστρικού οξέος και μειώνει την εντερική κινητικότητα. Σε αρκετές μη κλινικές μελέτες, η τεδουγλουτίδη έχει δείξει να διατηρεί την ακεραιότητα του βλεννογόνου, προάγοντας την αποκατάσταση και τη φυσιολογική ανάπτυξη του εντέρου, μέσω αύξησης του ύψους των λαχνών και του βάθους των κρυπτών.
Τόσο το προφάρμακο αιθυλική τελοτριστάτη όσο και ο δραστικός μεταβολίτης της, τελοτριστάτη (telotristat), είναι αναστολείς των υδροξυλασών της L-τρυπτοφάνης (TPH1 και TPH2, τα περιοριστικά του ρυθμού βήματα στη βιοσύνθεση της σεροτονίνης). Η σεροτονίνη διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη ρύθμιση διάφορων μειζόνων φυσιολογικών διεργασιών, συμπεριλαμβανομένων της έκκρισης, της κινητικότητας, της φλεγμονής και της αίσθησης της γαστρεντερικής οδού, και υπερεκκρίνεται σε ασθενείς με καρκινοειδές σύνδρομο. Μέσω της αναστολής της περιφερικής TPH1, η τελοτριστάτη μειώνει την παραγωγή της σεροτονίνης, παρέχοντας έτσι ανακούφιση από τα συμπτώματα που σχετίζονται με το καρκινοειδές σύνδρομο.
Το λιποϊκό οξύ (lipoic acid) προέρχεται από το οκτανοϊκό οξύ. To άλφα λιποϊκό οξύ παράγεται κανονικά στουν οργανισμό, ενώ μπορεί επίσης να απορροφηθεί από τη διατροφή, και είναι απαραίτητo για τον αερόβιο μεταβολισμό. Το λιποϊκό οξύ είναι συμπαράγοντας για τουλάχιστον πέντε ενζυμικά συστήματα, δύο εκ των οποίων βρίσκονται στον κύκλο του κιτρικού οξέος μέσω του οποίου πολλοί οργανισμοί μετατρέπουν τα θρεπτικά συστατικά σε ενέργεια.
Η τριεντίνη (trientine) είναι παράγοντας χηλίωσης του χαλκού της οποίας ο κύριος μηχανισμός δράσης είναι η απομάκρυνση του απορροφηθέντος χαλκού από το σώμα μέσω του σχηματισμού ενός σταθερού συμπλόκου, το οποίο απεκκρίνεται στη συνέχεια μέσω των ούρων. Η τριεντίνη μπορεί επίσης να επιτύχει τη χηλίωση του χαλκού στο έντερο και να εμποδίζει, επομένως, την απορρόφηση χαλκού.
Η βελαγλουκεράση άλφα (velaglucerase alfa) συμπληρώνει ή αντικαθιστά την β-γλυκοκερεβροσιδάση, το ένζυμο που καταλύει την υδρόλυση της γλυκοκερεβροσίδης σε γλυκόζη και κεραμίδιο στο λυσόσωμα, μειώνοντας την ποσότητα της συσσωρευμένης γλυκοκερεβροσίδης και επομένως διορθώνοντας την παθοφυσιολογία της νόσου Gaucher. Η βελαγλουκεράση άλφα αυξάνει την συγκέντρωση της αιμοσφαιρίνης και τον αριθμό των αιμοπεταλίων, ενώ παράλληλα μειώνει τον όγκο του ήπατος και του σπληνός σε ασθενείς με νόσο Gaucher τύπου 1.
Η βελμανάση άλφα (velmanase alfa) είναι μια ανασυνδυασμένη μορφή της ανθρώπινης άλφα-μαννοσιδάσης. Η βελμανάση άλφα προορίζεται για τη συμπλήρωση ή την υποκατάσταση της φυσικής άλφα-μαννοσιδάσης, ενός ενζύμου που καταλύει τη διαδοχική διάσπαση των υβριδικών και σύνθετων ολιγοσακχαριτών υψηλής μαννόζης στο λυσόσωμα, μειώνοντας την ποσότητα των συσσωρευμένων πλούσιων σε μαννόζη ολιγοσακχαριτών.
Η βεστρονιδάση άλφα (vestronidase alfa) είναι μια ανασυνδυασμένη μορφή της ανθρώπινου βήτα-γλυκουρονιδάσης (glucuronidase, GUS) και προορίζεται να παρέχει εξωγενές ένζυμο GUS, για πρόσληψη από τα κυτταρικά λυσοσώματα και επακόλουθο καταβολισμό των συσσωρευμένων γλυκοζαμινογλυκανών (glycosaminoglycans, GAG) στους προσβεβλημένους ιστούς.
Το δραστικό μέρος του οξικού ψευδαργύρου (zinc acetate) είναι το κατιόν ψευδαργύρου, το οποίο αποκλείει την εντερική απορρόφηση χαλκού από τις τροφές και την επαναρρόφηση του ενδογενούς εκκριθέντος χαλκού.