Τίτλοι κωδικού


Κατάταξη ομάδας
Περιεχόμενα ομάδας
Δραστικές ουσίες ομάδας
Τo τρικαλιούχο δικιτρικό βισμούθιο (tripotassium dicitrato bismuthate) έχει τηv ικαvότητα vα συvδέεται με τo vεκρωτικό πρωτεϊvικό υλικό τoυ πυθμέvα της ελκωτικής κρύπτης και vα σχηματίζει μια έvωση βισμoύθιoυ και πρωτεΐvης πoυ καλύπτει τηv επιφάvεια τoυ έλκoυς αvαστέλλovτας τη δράση της πεψίvης. Χάρη στη χημική συγγέvεια τωv ιόvτωv τoυ βισμoύθιoυ-πρωτεΐvης διατηρείται στη θέση τoυ από τις επαvαλαμβαvόμεvες δόσεις, μέχρι επoύλωσης τoυ έλκoυς.
Η σιμετιδίνη (cimetidine) ασκεί ανασταλτική δράση τόσο στην βασική όσο και στην μετά από διέγερση έκκριση γαστρικού οξέος και ελαττώνει την παραγωγή πεψίνης. Ανταγωνίζεται τη δράση της ισταμίνης καταλαμβάνοντας τους Η2-υποδοχείς αυτής στα τοιχωματικά κύτταρα δηλαδή ανήκει στους ανταγωνιστές των Η2-υποδοχέων της ισταμίνης. Εκτός από την αντιεκκριτική της δράση η σιμετιδίνη έχει και κυτταροπροστατευτικές ιδιότητες και έτσι συντελεί στη διατήρηση της ακεραιότητας του φραγμού του γαστρεντερικού βλεννογόνου.
Η εσομεπραζόλη (esomeprazole) είναι μια ασθενής βάση, που συγκεντρώνεται και μετατρέπεται σε δραστική μορφή στο πολύ όξινο περιβάλλον των εκκριτικών σωληναρίων του τοιχωματικού κυττάρου, όπου και αναστέλλει το ένζυμο Η+, Κ+-ΑΤΡάση, δηλ. την αντλία πρωτονίων, με αποτέλεσμα την αναστολή τόσο της βασικής, όσο και της μετά από διέγερση έκκρισης οξέος.
Η φαμοτιδίνη (famotidine) είναι ένας Η2- αναταγωνιστής και δρα δεσμεύοντας τους H2-υποδοχείς της ισταμίνης στη μεμβράνη των τοιχωματικών κυττάρων του στομάχου, αναστέλλοντας έτσι την έκκριση οξέος.
Η λανσοπραζόλη (lansoprazole) είναι ένας αναστολέας της γαστρικής αντλίας πρωτονίων. Αναστέλλει το τελικό στάδιο σχηματισμού του γαστρικού οξέος μέσω της αναστολής της δραστηριότητας της Η+/Κ+ ΑΤΡάσης των τοιχωματικών κυττάρων του στομάχου.
H μισοπροστόλη (misoprostol) είναι ένα συνθετικό ανάλογο της προσταγλανδίνης Ε1, που ασκεί επουλωτική του πεπτικού έλκους, αντιεκκριτική του γαστρικού οξέος και κυτταροπροστατευτική του γαστρεντερικού βλεννογόνου δράση. Η αντιεκκριτική δράση ασκείται με άμεση δράση σε ειδικούς υποδοχείς των προσταγλανδινών στην επιφάνεια των τοιχωματικών κυττάρων του στομάχου.
Η νιζατιδίνη (Nizatidine) είναι ένας H2-ανταγωνιστής που δεσμεύει τους H2-υποδοχείς της ισταμίνης στη μεμβράνη των τοιχωματικών κυττάρων του στομάχου, αναστέλλοντας έτσι την έκκριση οξέος.
Η ομεπραζόλη (omeprazole) ελαττώνει τη γαστρική έκκριση οξέος. Συγκεκριμένα αναστέλλει εκλεκτικά την αντλία πρωτονίων στο τοιχωματικό κύτταρο. Η ομεπραζόλη δρα γρήγορα και προκαλεί αναστρέψιμο έλεγχο της ενδογαστρικής οξύτητας με μία μόνο δόση την ημέρα.
Η παντοπραζόλη (pantoprazole) ανήκει στους αναστολείς της αντλίας πρωτονίων και ενδείκνυται για την θεραπευτική αντιμετώπιση του γαστροδωδεκαδακτυλικού έλκους, της οισοφαγίτιδας από γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση και του συνδρόμου Zollinger-Elisson.
Η πιρενζεπίνη (pirenzepine) είναι ένας εκλεκτικός ανταγωνιστής του μουσκαρινικού υποδοχέα ακετυλοχολίνης.
Η ραμπεπραζόλη (rabeprazole) καταστέλλει την έκκριση γαστρικού οξέος αναστέλλοντας τη γαστρική H + / K + ATPάση (υδρογόνο-καλίου τριφωσφορική αδενοσίνη) στην εκκριτική επιφάνεια των τοιχωματικών κυττάρων του στομάχου και δεν παρουσιάζει αντιχολινεργικές ή Η2-υποδοχέων ισταμίνης ανταγωνιστικές ιδιότητες. Η ραμπεπραζόλη μπλοκάρει το τελικό στάδιο της έκκρισης γαστρικού οξέος.
Η ρανιτιδίνη (ranitidine) είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός Η2-ανταγωνιστής της ισταμίνης, με πολύ γρήγορη δράση. Αναστέλλει την βασική και την μετά από διέγερση γαστρική έκκριση, μειώνοντας τον όγκο και την περιεκτικότητά της σε οξύ και πεψίνη.
Η ροξατιδίνη (roxatidine) είναι ένας ανταγωνιστικός ανταγωνιστής των Η2 υποδοχέων. Με την αναστολή των Η2 υποδοχέων που βρίσκονται στα τοιχωματικά κύτταρα του στομάχου, προκαλείται μείωση της παραγωγής και έκκρισης υδροχλωρικού οξέος.
Η σουκραλφάτη (sucralfate) σχηματίζοντας μία ιξώδη με κολλητικές ικανότητες ουσία, καλύπτει τη θέση του έλκους και προστατεύει αυτό από την παραπέρα επιθετικότητα του γαστρικού οξέος, της πεψίνης και των χολικών αλάτων. Επίσης, ενεργοποιεί το σχηματισμό της ενδογενούς προσταγλαδίνης PGE2 του βλεννογόνου, γεγονός που κατά ένα μέρος εξηγεί τις αποτελεσματικές κυτταροπλαστικές της ιδιότητες.