Τίτλοι κωδικού
Κατάταξη ομάδας
Περιεχόμενα ομάδας
Δραστικές ουσίες ομάδας
Το τρικαλιούχο δικιτρικό βισμούθιο (tripotassium dicitrato bismuthate) έχει την ικανότητα να συνδέεται με το νεκρωτικό πρωτεϊνικό υλικό του πυθμένα της ελκωτικής κρύπτης και να σχηματίζει μια ένωση βισμούθιου και πρωτεΐνης που καλύπτει την επιφάνεια του έλκους αναστέλλοντας τη δράση της πεψίνης. Χάρη στη χημική συγγένεια των ιόντων του βισμούθιου-πρωτεΐνης διατηρείται στη θέση του από τις επαναλαμβανόμενες δόσεις, μέχρι επούλωσης του έλκους.
Η καρβενοξολόνη (carbenoxolone) είναι ένα παράγωγο γλυκυρρετινικού οξέος με δομή τύπου στεροειδούς, παρόμοια με ουσίες που βρίσκονται στη γευστική ρίζα του φυτού γλυκόριζα. Επηρεάζει τα ενδογενή γλυκοκορτικοειδή αναστέλλοντας δραστικά την αφυδρογονάση toy 11β-υδροξυστεροειδούς. Η ανισορροπία των ηλεκτρολυτών είναι μια σοβαρή παρενέργεια της καρβενοξολόνης όταν χρησιμοποιείται συστηματικά. Η καρβενοξολόνη είναι πιο γνωστή στην κυτταρική φυσιολογία ως ένας μετρίως ισχυρός, αρκετά αποτελεσματικός, υδατοδιαλυτός αποκλειστής των διακυτταρικών διαμεσολαβητών. Ασκεί αντιφλεγμονώδη δράση. Η καρβενοξολόνη έχει χρησιμοποιηθεί από το στόμα στην κλινική θεραπεία των πεπτικών ελκών, ενώ τώρα χρησιμοποιείται τοπικά για τη θεραπεία των πληγών των χειλιών και των ελκών του στόματος.
Η σιμετιδίνη (cimetidine) ασκεί ανασταλτική δράση τόσο στην βασική όσο και στην μετά από διέγερση έκκριση γαστρικού οξέος και ελαττώνει την παραγωγή πεψίνης. Ανταγωνίζεται τη δράση της ισταμίνης καταλαμβάνοντας τους Η2υποδοχείς αυτής στα τοιχωματικά κύτταρα δηλαδή ανήκει στους ανταγωνιστές των Η2υποδοχέων της ισταμίνης.
Η εσομεπραζόλη (esomeprazole) είναι μια ασθενής βάση, που συγκεντρώνεται και μετατρέπεται σε δραστική μορφή στο πολύ όξινο περιβάλλον των εκκριτικών σωληναρίων του τοιχωματικού κυττάρου, όπου και αναστέλλει το ένζυμο Η+, Κ+ -ΑΤΡάση, δηλ. την αντλία πρωτονίων, με αποτέλεσμα την αναστολή τόσο της βασικής, όσο και της μετά από διέγερση έκκρισης οξέος.
Η φαμοτιδίνη (famotidine) είναι ένας H2-αναταγωνιστής και δρα δεσμεύοντας τους H2-υποδοχείς της ισταμίνης στη μεμβράνη των τοιχωματικών κυττάρων του στομάχου, αναστέλλοντας έτσι την έκκριση οξέος.
Η λανσοπραζόλη (lansoprazole) είναι ένας αναστολέας της γαστρικής αντλίας πρωτονίων. Αναστέλλει το τελικό στάδιο σχηματισμού του γαστρικού οξέος μέσω της αναστολής της δραστηριότητας της Η+/Κ+ ΑΤΡάσης των τοιχωματικών κυττάρων του στομάχου. Η αναστολή είναι δοσοεξαρτώμενη και αναστρέψιμη και το αποτέλεσμα αφορά και τη βασική και την μετά από διέγερση έκκριση του γαστρικού οξέος.
H μισοπροστόλη (misoprostol) είναι ένα συνθετικό ανάλογο της προσταγλανδίνης Ε1, που ασκεί επουλωτική του πεπτικού έλκους, αντιεκκριτική του γαστρικού οξέος και κυτταροπροστατευτική του γαστρεντερικού βλεννογόνου δράση. Η αντιεκκριτική δράση ασκείται με άμεση δράση σε ειδικούς υποδοχείς των προσταγλανδινών στην επιφάνεια των τοιχωματικών κυττάρων του στομάχου.
Η νιζατιδίνη (Nizatidine) είναι ένας H2ανταγωνιστής που δεσμεύει τους H2υποδοχείς της ισταμίνης στη μεμβράνη των τοιχωματικών κυττάρων του στομάχου, αναστέλλοντας έτσι την έκκριση οξέος.
Η ομεπραζόλη (omeprazole), ένα ρακεμικό μίγμα δύο εναντιομερών, μειώνει τη γαστρική έκκριση οξέος μέσω ενός μηχανισμού δράσης υψηλής εκλεκτικότητας. Είναι ένας ειδικός αναστολέας της αντλίας πρωτονίων του τοιχωματικού κυττάρου. Δρα ταχέως και προσφέρει έλεγχο μέσω αντιστρεπτής αναστολής της γαστρικής έκκρισης οξέος, με μία μόνο δόση την ημέρα.
Η παντοπραζόλη (pantoprazole) είναι μία υποκατεστημένη βενζιμιδαζόλη η οποία αναστέλλει την έκκριση υδροχλωρικού οξέος στο στομάχι με ειδικό αποκλεισμό των αντλιών πρωτονίων των τοιχωματικών κυττάρων.
Η πιρενζεπίνη (pirenzepine) είναι ένας εκλεκτικός ανταγωνιστής του μουσκαρινικού υποδοχέα ακετυλοχολίνης.
Η ραμπεπραζόλη (rabeprazole) ανήκει στην κατηγορία των αντιεκκριτικών παραγόντων, των υποκατεστημένων βενζιμιδαζολών, οι οποίες δεν επιδεικνύουν αντιχολινεργικές ή Η2 ανταγωνιστικές της ισταμίνης ιδιότητες, αλλά οι οποίες καταστέλλουν την έκκριση του γαστρικού οξέος μέσω της ειδικής αναστολής του ενζύμου Η+/Κ+-ΑΤΡάσης (το οξύ ή την αντλία πρωτονίου).
Η ρανιτιδίνη (ranitidine) είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός Η2-ανταγωνιστής της ισταμίνης, με πολύ γρήγορη δράση. Αναστέλλει την βασική και την μετά από διέγερση γαστρική έκκριση, μειώνοντας τον όγκο και την περιεκτικότητά της σε οξύ και πεψίνη.
Η ροξατιδίνη (roxatidine) είναι ένας ανταγωνιστικός ανταγωνιστής των Η2 υποδοχέων. Με την αναστολή των Η2 υποδοχέων που βρίσκονται στα τοιχωματικά κύτταρα του στομάχου, προκαλείται μείωση της παραγωγής και έκκρισης υδροχλωρικού οξέος.
Η σουκραλφάτη (sucralfate) σχηματίζοντας μία ιξώδη με κολλητικές ικανότητες ουσία, καλύπτει τη θέση του έλκους και προστατεύει αυτό από την παραπέρα επιθετικότητα του γαστρικού οξέος, της πεψίνης και των χολικών αλάτων. Επίσης, ενεργοποιεί το σχηματισμό της ενδογενούς προσταγλαδίνης PGE2 του βλεννογόνου, γεγονός που κατά ένα μέρος εξηγεί τις αποτελεσματικές κυτταροπλαστικές της ιδιότητες.
Το τριποξείδιο (tripoxide) είναι ένας γαστρικός κυτταροπροστατευτικός παράγοντας που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της γαστρίτιδας και των γαστρικών έλκων. Το τριποξείδιο έχει έναν τρόπο δράσης διαφορετικό από αυτόν από τους άλλους αντι-γαστρικούς παράγοντες: δεν αναστέλλει την έκκριση οξέος και δεν έχει δραστικότητα εξουδετέρωσης του οξέος. Ασκεί τη δραστηριότητά του αυξάνοντας την παραγωγή βλέννας, την κυτταροπροστατευτική έκκριση προσταγλανδίνης, την αναγέννηση των ινών κολλαγόνου, την μείωση της φλεγμονής που προκαλείται από τη μετανάστευση ουδετερόφιλων και την παραγωγή αντιδραστικών ριζών οξυγόνου στο γαστρικό βλεννογόνο, ενισχύοντας τον μεταβολισμό του γαστρικού βλεννογόνου και τη μικροκυκλοφορία.