Τίτλοι κωδικού
Κατάταξη ομάδας
Περιεχόμενα ομάδας
Δραστικές ουσίες ομάδας
Η αζελαστίνη (azelastine) είναι ένα αντισταμινικό που ανταγωνίζεται την ισταμίνη στην σύνδεση με τους Η1-υποδοχείς. Έτσι αναστέλλει την απελευθέρωση της ισταμίνης και άλλων μεσολαβητών που συμμετέχουν στην αλλεργική αντίδραση.
Το χρωμογλυκικό οξύ (cromoglicic acid) δρα αναστέλλοντας την απελευθέρωση της ισταμίνης και διαφόρων μεσολαβητών της φλεγμονής προερχομένων από τις μεμβράνες, από τα μαστοκύτταρα.
H εμεδαστίνη (emedastine) είναι ένας ισχυρός, εκλεκτικός και τοπικά αποτελεσματικός ανταγωνιστής των Η1 υποδοχέων ισταμίνης. Η in vivo τοπική οφθαλμική χορήγηση της εμεδαστίνης προκαλεί εξαρτώμενη από την συγκέντρωση αναστολή της διεγειρόμενης από την ισταμίνη διαπερατότητας των αγγείων του επιπεφυκότα.
Η επιναστίνη είναι ένας τοπικά ενεργός, άμεσος ανταγωνιστής των H1 υποδοχέων και χρησιμοποιείται για την συμπτωματική θεραπεία της εποχιακής αλλεργικής επιπεφυκίτιδας. H επιναστίνη παρουσιάζει υψηλή δεσμευτική συγγένεια προς τους Η1 υποδοχείς ισταμίνης και 400 φορές χαμηλότερη δεσμευτική συγγένεια προς τους Η2 υποδοχείς ισταμίνης. Η επιναστίνη παρουσιάζει ακόμη συγγένεια προς τους α1, α2 και 5-ΗΤ2 υποδοχείς. Η επιναστίνη δεν έχει κατασταλτική δράση.
Η κετοτιφαίνη είναι ανταγωνιστής των Η1υποδοχέων της ισταμίνης. Η κετοτιφαίνη είναι ένα μη βρογχοδιασταλτικό αντιασθματικό φάρμακο με έντονες αντιαναφυλακτικές ιδιότητες και ειδική αντιισταμινική δράση.
H λεβοκαμπαστίνη (levocabastine) είναι ένας ισχυρός, ταχείας δράσης και πολύ εκλεκτικός ανταγωνιστής της ισταμίνης, στους Η1-υποδοχείς, με παρατεταμένη διάρκεια δράσης.
Η λοδοξαμίδη (lodoxamide) είναι ένας σταθεροποιητής των ιστιοκυττάρων που αναστέλλει την in vivo τύπου I αντίδραση υπερευαισθησίας σε ζώα και ανθρώπους.
Η νεντοκρομίλη (nedocromil) είναι ένας μη στεροειδής παράγοντας ο οποίος έχει αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες όταν χορηγείται τοπικά στον πνεύμονα. Στη θεραπεία του βρογχικού άσθματος, η νεντοκρομίλη μειώνει τη συχνότητα και τη σοβαρότητα των κρίσεων, ελαττώνει το βρογχόσπασμο, το βήχα και τη βρογχική υπεραντιδραστικότητα και βελτιώνει την πνευμονική λειτουργία.
Η ολοπαταδίνη είναι ένας ισχυρός, εκλεκτικός αντιαλλεργικός/αντιϊσταμινικός παράγοντας που ανταγωνίζεται την ισταμίνη και προλαμβάνει την προκαλούμενη από την ισταμίνη παραγωγή φλεγμονωδών κυτοκινών από ανθρώπινα επιθηλιακά κύτταρα επιπεφυκότα.