Τίτλοι κωδικού
Κατάταξη ομάδας
Περιεχόμενα ομάδας
Δραστικές ουσίες ομάδας
Η διπροπιονική αλκλομεταζόνη (alclometasone) είναι ένα μη φθοριωμένο, συνθετικό κορτικοστεροειδές με αντιφλεγμονώδεις, αντικνησμώδεις και αγγειοσυσταλτικές ιδιότητες.
Η μπενδαζάκη (Bendazac) είναι ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο που χρησιμοποιείται για την θεραπευτική αντιμετώπιση μυϊκών και αρθρικών πόνων.
Η βηταμεθαζόνη (betamethasone) κατατάσσεται ως προς τη δραστικότητα της στα ισχυρά τοπικά καρτικοστεροειδή κι έχει αντιφλεγμονώδη δράση.
Η βρωμφενάκη (bromfenac) είναι μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο που αναστέλλει το ένζυμο κυκλοξυγενάση, το οποίο παράγει προσταγλανδίνες. Η βρωμφενάκη μειώνοντας την παραγωγή προσταγλανδινών στον οφθαλμό, μπορεί να μειώσει τη φλεγμονή που προκαλείται από τη χειρουργική επέμβαση.
Η κλομπεταζόνη (clobetasone) είναι ένα τοπικώς δρον μετρίας ισχύος κορτικοστεροειδές. Έχει μικρή επίδραση στην λειτουργία υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων. Είναι λιγότερο ισχυρή από άλλα κορτικοστεροειδή και δεν έδειξε καταστολή υποθαλάμου επινεφριδίων κατά την εφαρμογή σε ασθενείς με έκζεμα ή ψωρίαση.
Η δεξαμεθαζόνη (dexamethasone) είναι ένα συνθετικό γλυκοκορτικοειδές με επταπλάσια αντιφλεγμονώδη δράση από την πρεδνιζολόνη. Όπως άλλα γλυκοκορτικοειδή, η δεξαμεθαζόνη έχει επίσης αντιαλλεργικές, αντιτοξικές, αντιπυρετικές και ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες.
Η δικλοφενάκη (diclofenac) είναι ένα μη στερινοειδές αντιφλεγμονώδες με αποδεδειγμένες αντιφλεγμονώδεις και αναλγητικές ιδιότητες. Η δικλοφενάκη αναστέλλει τη βιοσύνθεση των προσταγλανδινών αναστέλλοντας τη δράση της συνθετάσης της προσταγλανδίνης κατά τρόπο μη αναστρέψιμο. Αυτή η μειωμένη παραγωγή προσταγλανδινών είναι συνέπεια του ανταγωνισμού μεταξύ της δικλοφαινάκης και του αραχιδονικού οξέος στη σύνδεση με την κυκλοοξυγονάση (συνθετάση της προσταγλανδίνης).
Το ακετονίδιο φθοριοκινολόνης (fluocinolone acetonide) είναι τοπικό κορτικοστεροειδές, με πολύ ισχυρή αντιφλεγμονώδη, αγγειοσυσπαστική και αντικνησμώδη δράση.
Κορτικοστεροειδή όπως η φθοριομεθολόνη (fluorometholone), αναστέλλουν τη φλεγμονώδη αντίδραση με τους προτρεπτικούς παράγοντες. Αναστέλλουν το οίδημα, την εναπόθεση ινώδους, τη διαστολή και τον πολλαπλασιασμό των τριχοειδών αγγείων, τη μετακίνηση των φαγοκυττάρων, τη φαγοκυτταρική δραστηριότητα, τον πολλαπλασιασμό των ινοβλαστών, την εναπόθεση κολλαγόνου, την ουλοποίηση και οτιδήποτε έχει σχέση με φλεγμονή.
Η φλουρβιπροφαίνη ανήκει στα παράγωγα του προπιονικού οξέος. Σαν μη στεροειδής αντιφλεγμονώδης παράγων έχει αντιφλεγμονώδη, αναλγητική και αντιπυρετική δράση.
Η υδροκορτιζόνη (hydrocortisone) είναι ένα γλυκοκορτικοειδές που εκκρίνεται από τα επινεφρίδια και φέρει αντιφλεγμονώδη δράση ικανή να απελευθερώνει και να επάγει τη σύνθεση του ειδικού αναστολέα PLA2. Η υδροκορτιζόνη ανήκει στα βραχείας δράσης γλυκοκορτικοειδή με μέσο όρο δράσης 8-12 ώρες.
Η ινδομεθακίνη (indometacin) είναι μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο, παράγωγο του ινδολίου, που έχει επίσης αναλγητικές και αντιπυρετικές ιδιότητες. Η αντιφλεγμονώδης δράση του οφείλεται στην αναστολή σύνθεσης των προσταγλανδινών και πιθανώς και σε άλλες δράσεις, όπως είναι η αναστολή της φωσφοδιεστεράσης και της μετανάστευσης των λευκοκυττάρων.
Η κετορολάκη είναι ένας μη στεροειδής αντιφλεγμονώδης παράγοντας που παρουσιάζει αναλγητική και αντιφλεγμονώδη δράση. Πιστεύεται ότι αναστέλλει το ένζυμο κυκλο-οξυγενάση που είναι απαραίτητο για τη βιοσύνθεση των προσταγλανδινών. Η κετορολάκη φαίνεται να μειώνει τα επίπεδα των προσταγλανδινών στο υδατοειδές υγρό μετά από τοπική οφθαλμική χορήγηση.
Η λοτεπρεδνόλη (loteprednol) ανήκει σε μια νέα κατηγορία κορτικοστεροειδών με ισχυρή αντιφλεγμονώδη ενέργεια σχεδιασμένη να δρα στο σημείο δράσης. Η αντιφλεγμονώδης δράση της είναι παρόμοια με αυτή του πιο ισχυρού στεροειδούς που χρησιμοποιείται στην οφθαλμολογία αλλά με μικρότερη επίδραση στην ενδοφθάλμια πίεση.
Η νεπαφενάκη (nepafenac) είναι ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες και αναλγητικό προφάρμακο. Μετά από τοπική οφθαλμική χορήγηση της δόσης, η νεπαφενάκη διεισδύει στον κερατοειδή και μετατρέπεται από υδρολάσες του οφθαλμικού ιστού σε αμφενάκη, ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο. Η αμφενάκη αναστέλλει τη δράση της συνθάσης της προσταγλανδίνης H (κυκλοξυγενάση), ενός ενζύμου που απαιτείται για την παραγωγή προσταγλανδίνης.
Η πιροξικάμη είναι μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο, το οποίο διαθέτει επίσης αναλγητικές και αντιπυρετικές ιδιότητες. Η πιροξικάμη είναι δραστική ανεξάρτητα από την αιτιολογία της φλεγμονής.
Η δραστική ουσία πρανοπροφαίνη (pranoprofen) είναι ένας μη στεροειδής αντιφλεγμονώδης παράγοντας του τύπου του προπιονικού οξέος. Πιστεύεται ότι αναστέλλει το ένζυμο κυκλοοξυγενάση, το οποίο είναι σημαντικό για τη βιοσύνθεση των προσταγλανδινών.
Η πρεδνιζολόνη (prednisolone) είναι ένα συνθετικό γλυκοκορτικοειδές και συγκεκριμένα είναι ένα συνθετικό παράγωγο της κορτιζόλης, η οποία είναι ορμόνη του φλοιού των επινεφριδίων. Η πρεδνιζολόνη έχει κυρίως αντιφλεγμονώδεις, αντιαλλεργικές και ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες.
Η ριμεξολόνη (rimexolone) είναι ένα αντιφλεγμονώδες κορτικοστεροειδές φάρμακο κυρίως για οφθαλμική χρήση. Κλινικές μελέτες στις οποίες η σύγκριση έγινε με εικονικό φάρμακο έδειξαν ότι η ριμεξολόνη είναι αποτελεσματική για τη θεραπεία φλεγμονής προσθίου θαλάμου μετά από επέμβαση καταρράκτη.
Το σαλικυλικό οξύ (salicylic acid) έχει κερατολυτική δράση και μειώνει την υπερκεράτωση που σχετίζεται με την ακτινική κεράτωση. Το σαλικυλικό οξύ είναι ένα λιποδιαλυτό, φαινολικό αρωματικό οξύ. Ενεργώντας ως ένας οργανικός διαλύτης, το σαλικυλικό οξύ δύναται να αφαιρέσει τα μεσοκυττάρια λιπίδια που συνδέονται ομοιοπολικά με το κερατινοποιημένο περίβλημα που περιβάλλει τα κερατινοποιημένα κύτταρα.
Το ακετονίδιο τριαμσινολόνης (triamcinolone) αποτελεί ένα πιο δραστικό παράγωγο της τριαμσινολόνης και είναι 8 φορές περίπου πιο δραστικό από την πρεδνιζόνη. Αν και ο ακριβής μηχανισμός της αντιαλλεργικής τους δράσης είναι άγνωστος, τα κορτικοστεροειδή είναι πολύ αποτελεσματικά στη θεραπεία των αλλεργικών νόσων στον άνθρωπο.