Τίτλοι κωδικού
Κατάταξη ομάδας
Περιεχόμενα ομάδας
Δραστικές ουσίες ομάδας
Η βουταμιράτη (butamirate) είναι ένα μη ναρκωτικό αντιβηχικό που δρα στο κέντρο του βήχα. Παρουσιάζει μη ειδικό αντιχολινεργικό και σπασμολυτικό αποτέλεσμα, το οποίο διευκολύνει την αναπνευστική λειτουργία.
Η κλοφεδανόλη (clofedanol) είναι ένα κατασταλτικό του βήχα με κεντρική δράση. Η κλοφεδανόλη καταστέλλει το αντανακλαστικό του βήχα με άμεση επίδραση στο κέντρο του βήχα στον εγκέφαλο. Έχει επίσης τοπικές αναισθητικές και αντιισταμινικές ιδιότητες και μπορεί να έχει αντιχολινεργικά αποτελέσματα σε υψηλές δόσεις.
Η κλοπεραστίνη (cloperastine) είναι ένα αντιβηχικό και αντιισταμινικό που διατίθεται στο εμπόριο ως κατασταλτικό του βήχα. Ο ακριβής μηχανισμός δράσης της κλοπεραστίνης δεν είναι απολύτως σαφής, αλλά έχουν εντοπιστεί διάφορες βιολογικές δραστηριότητες για το φάρμακο, στα οποία περιλαμβάνονται: πρόσδεση του υποδοχέα γάμμα 1 (Ki = 20 nM) (πιθανώς αγωνιστής), αποκλειστής καναλιών GIRK (περιγράφεται ως «ισχυρό»), αντιισταμινικό (Ki = 3,8 nM για τον υποδοχέα Η1) και αντιχολινεργικό. Η κλοπεραστίνη έχει διπλή δραστηριότητα. Λειτουργεί επίσης ως ένα ήπιο βρογχοχαραλωτικό και έχει αντιισταμινική δράση, χωρίς να δρα στο κεντρικό νευρικό σύστημα ή στο αναπνευστικό κέντρο.
Η κωδεΐνη είναι ένα οπιοειδές αναλγητικό, το οποίο ασκεί αγωνιστική επίδραση σε συγκεκριμένους, υποδοχείς οπιοειδών στο ΚΝΣ και σε άλλους ιστούς. Στα αποτελέσματα της δράσης της κωδεΐνης συμπεριλαμβάνονται η αναλγησία, η δυσκοιλιότητα από μειωμένη κινητικότητα του γαστρεντερικού σωλήνα, η καταστολή του αντανακλαστικού του βήχα, η αναπνευστική καταστολή από μειωμένη ανταπόκριση του αναπνευστικού κέντρου στο CO2, η ναυτία και ο έμετος μέσω διέγερσης της CTZ, οι αλλαγές στη διάθεση, συμπεριλαμβανομένων ευφορία και δυσφορία, καταστολή, νοητική θόλωση, μύση και αλλοίωση της δράσης του ενδοκρινικού και του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
Η δεξτρομεθορφάνη (dextromethorphan) είναι ένα οπιοειδές φάρμακο που δρα ως ανταγωνιστής των γλουταμινεργικών υποδοχέων NMDA (N-methyl-D-aspartate). Η δεξτρομεθορφάνη είναι ένας αγωνιστής των υποδοχέων των οπιοειδών sigma 1 και sigma 2 και παράλληλα ανταγωνιστής των νικοτινικών υποδοχέων Α3/Β4. Η δεξτρομεθορφάνη είναι ένα από τα ευρέως χρησιμοποιούμενα αντιβηχικά.
Η αιθυλομορφίνη είναι παράγωγο της μορφίνης με αναλγητικό και αντιβηχικό αποτέλεσμα. Δρα ενεργοποιώντας τους υποδοχείς οπιοειδών και έτσι έχει άμεση επίδραση στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
Το λεβοδροπροπιζίνη (levodropropizine) είναι ένα αντιβηχικό κι ο μηχανισμός δράσης είναι κυρίως περιφερικού τύπου σε τραχειοβρογχικό επίπεδο.
Η νορμεθαδόνη (normethadone) είναι ένα παράγωγο της μεθαδόνης, που χρησιμοποιείται ως συστατικό των αντιβηχικών σταγόνων.
Η νοσκαπίνη (noscapine) είναι ένα αλκαλοειδές βενζυλοϊσοκινολίνης από φυτά της οικογένειας της παπαρούνας, χωρίς αναλγητικές ιδιότητες. Η νοσκαπίνη χρησιμοποιείται κυρίως για τα αντιβηχικά (κατασταλτικά) αποτελέσματα. Η νοσκαπίνη μπορεί να αυξήσει τις επιδράσεις κεντρικών κατασταλτικών ουσιών όπως το αλκοόλ και τα υπνωτικά. Η νοσκαπίνη, και τα συνθετικά παράγωγά της που ονομάζονται νοσκαπινοειδή, είναι γνωστό ότι αλληλεπιδρούν με τους μικροσωληνίσκους και αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων. Οι μηχανισμοί για την αντιβηχική του δράση είναι άγνωστοι, αν και μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι επιδρά κυρίως στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Επιπλέον, η νοσκαπίνη προκαλεί απόπτωση σε πολλούς τύπους κυττάρων και έχει ισχυρή αντικαρκινική δράση έναντι στερεών λεμφοειδών όγκων ποντικού (ακόμη και όταν το φάρμακο χορηγήθηκε από το στόμα) και κατά ανθρώπινων όγκων του μαστού και της ουροδόχου κύστης που εμφυτεύθηκαν σε ποντικούς.
Η οξελαδίνη (oxeladin) είναι ένα πολύ ισχυρό και αποτελεσματικό φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία όλων των τύπων βήχα διαφόρων αιτιολογιών. Δεν σχετίζεται με το όπιο ή τα παράγωγά του, επομένως η θεραπεία με οξελαδίνη είναι απαλλαγμένη από κίνδυνο εξάρτησης ή εθισμού.
Η οξολαμίνη (oxolamine) είναι ένα αντιβηχικό φάρμακο.
Η πεντοξυβερίνη (pentoxyverine) είναι ένα μη ναρκωτικό αντιβηχικό που καταστέλλει το κέντρο του βήχα στον προμήκη μυελό, με συμπληρωματική τοπική αναισθητική ενέργεια, η οποία ενισχύει την κύρια κεντρική του δράση. Διαθέτει επίσης ήπιες σπασμολυτικές και αντιχολινεργικές ιδιότητες.
Η φολκοδίνη (pholcodine) είναι ένα οπιοειδές που έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως για τη θεραπεία του μη παραγωγικού βήχα σε παιδιά και ενήλικες. Η φολκοδίνη είναι κατασταλτικό του βήχα με ήπια κατασταλτική αλλά μικρή αναλγητική δραστηριότητα. Επιπλέον, η φολκοδίνη είναι ένας δείκτης ευαισθητοποίησης σε νευρομυϊκούς αποκλειστές (NMBA) και προορίζεται για χρήση ως διαγνωστικό εργαλείο στην αναφυλαξία που προκαλείται από NMBA.
Η ζιπεπρόλη (zipeprol) είναι ένα κεντρικώς δρων αντιβηχικό που συνδυάζει αναισθητικές, βλεννολυτικές, αντιισταμινικές και αντιχολινεργικές ιδιότητες.