Περιεχόμενα κεφαλαίου
Δραστικές ουσίες κεφαλαίου
Η διπροπιονική αλκλομεταζόνη (alclometasone) είναι ένα μη φθοριωμένο, συνθετικό κορτικοστεροειδές με αντιφλεγμονώδεις, αντικνησμώδεις και αγγειοσυσταλτικές ιδιότητες.
Η βηταμεθαζόνη (betamethasone) κατατάσσεται ως προς τη δραστικότητα της στα ισχυρά τοπικά καρτικοστεροειδή κι έχει αντιφλεγμονώδη δράση.
H βουδεσονίδη (budesonide) είναι ένα μη αλογονωμένο γλυκοκορτικοειδές με ισχυρή τοπική αντιφλεγμονώδη δράση στο αναπνευστικό σύστημα. Γενικά, η βουδεσονίδη αναστέλλει πολλές φλεγμονώδεις διαδικασίες συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής κυτοκίνης, της ενεργοποίησης των φλεγμονωδών κυττάρων και της έκφρασης των μορίων προσκόλλησης στα ενδοθηλιακά και τα επιθηλιακά κύτταρα. Σε δόσεις κλινικά ισοδύναμες με της πρεδνιζολόνης, η βουδεσονίδη προκαλεί σημαντικά μικρότερη καταστολή του άξονα ΥΥΕ και έχει χαμηλότερη επίδραση στους δείκτες της φλεγμονής.
Η κλομπετασόλη προπιονική, όπως όλα τα τοπικά κορτικοστεροειδή, έχει αντιφλεγμονώδεις, αντικνησμώδεις και αγγειοσυσπαστικές ιδιότητες. Τα κορτικοστεροειδή θεωρείται ότι δρουν μέσω επαγωγής των ανασταλτικών πρωτεϊνών της φωσφολιπάσης Α2, αποκαλούμενων συλλήβδην λιποκορτινών (lipocortins). Έχει διατυπωθεί ότι αυτές οι πρωτεΐνες ελέγχουν τη βιοσύνθεση ισχυρών ενδιάμεσων της φλεγμονής, όπως οι προσταγλανδίνες και τα λευκοτριένια, μέσω αναστολής της απελευθέρωσης του κοινού τους προδρόμου μορίου, του αραχιδονικού οξέος.
Η κλομπεταζόνη (clobetasone) είναι ένα τοπικώς δρον μετρίας ισχύος κορτικοστεροειδές. Έχει μικρή επίδραση στην λειτουργία υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων. Είναι λιγότερο ισχυρή από άλλα κορτικοστεροειδή και δεν έδειξε καταστολή υποθαλάμου επινεφριδίων κατά την εφαρμογή σε ασθενείς με έκζεμα ή ψωρίαση.
Η δεξαμεθαζόνη (dexamethasone) είναι ένα συνθετικό γλυκοκορτικοειδές με επταπλάσια αντιφλεγμονώδη δράση από την πρεδνιζολόνη. Όπως άλλα γλυκοκορτικοειδή, η δεξαμεθαζόνη έχει επίσης αντιαλλεργικές, αντιτοξικές, αντιπυρετικές και ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες.
Η φλουμεταζόνη (flumetasone) είναι ένα τοπικό κορτοκοστεροειδές μέτριας δράσης που καταστέλλει τις εκδηλώσεις της φλεγμονώδους αντιδράσεως όπως το οίδημα, η εναπόθεση ινώδους, η διαστολή των τριχοειδών, η μετανάστευση των λευκοκυττάρων, ο πολλαπλασιασμός των τριχοειδών, η εναπόθεση κολλαγόνου, ο πολλαπλασιασμός των ινοβλαστών και ο σχηματισμός ουλής.
Το ακετονίδιο φθοριοκινολόνης (fluocinolone acetonide) είναι τοπικό κορτικοστεροειδές, με πολύ ισχυρή αντιφλεγμονώδη, αγγειοσυσπαστική και αντικνησμώδη δράση.
Η φθοριοκινονίδη (fluocinonide) είναι τοπικό κορτικοστεροειδές, με ισχυρή αντιφλεγμονώδη αγγειοσυσπαστική και αντικνησμώδη δράση.
Η φλουτικαζόνη (fluticasone) έχει ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση, όμως όταν χρησιμοποιείται τοπικά στο ρινικό βλεννογόνο, δεν έχει ανιχνεύσιμη συστηματική δράση.
Η κορτιζόλη (cortisol) συντίθεται στη φλοιώδη μοίρα των επινεφριδίων, από την κορτιζόνη, η οποία είναι αδρανής μέχρι να μετατραπεί στη δραστική υδροκορτιζόνη (hydrocortisone). Η υδροκορτιζόνη ανήκει στα βραχείας δράσης γλυκοκορτικοειδή με μέσο όρο δράσης 8-12 ώρες.
Η μεθυλπρεδνιζολόνη (methylprednisolone) συνδέεται με ενδοκυττάριους κυτταροπλασματικούς υποδοχείς και στη συνέχεια το σύμπλοκο ορμόνης-υποδοχέα μεταφέρεται μέσα στον πυρήνα, όπου δρα ως παράγων μεταγραφής για την ενεργοποίηση ή την αδρανοποίηση γονιδίων, ανάλογα με τον ιστό.
Η μομεταζόνη (mometasone) είναι ένα τοπικό γλυκοκορτικοειδές με τοπικές αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Είναι πιθανό ότι το μεγαλύτερο μέρος του μηχανισμού των δράσεων της μομεταζόνης έγκειται στην ικανότητά της να αναστέλλει την απελευθέρωση μεσολαβητών του καταρράκτη των φλεγμονωδών αντιδράσεων.
Το ακετονίδιο τριαμσινολόνης (triamcinolone) αποτελεί ένα πιο δραστικό παράγωγο της τριαμσινολόνης και είναι 8 φορές περίπου πιο δραστικό από την πρεδνιζόνη. Αν και ο ακριβής μηχανισμός της αντιαλλεργικής τους δράσης είναι άγνωστος, τα κορτικοστεροειδή είναι πολύ αποτελεσματικά στη θεραπεία των αλλεργικών νόσων στον άνθρωπο.