Τίτλοι κωδικού
Κατάταξη ομάδας
Περιεχόμενα ομάδας
Δραστικές ουσίες ομάδας
Η βεναζεπρίλη (benazepril) είναι ένα φάρμακο, το οποίο μετά από υδρόλυση δίδει βεναζεπριλάτη, τη δραστική ουσία που αναστέλλει το μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτενσίνης (ΜΕΑ), και έτσι ελαττώνει τη μετατροπή της αγγειοτενσίνης Ι σε αγγειοτενσίνη II. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση όλων των δράσεων που προκαλούνται από την αγγειοτενσίνη II, - όπως π.χ. την αγγειοσυστολή και την παραγωγή αλδοστερόνης, που προάγει την επαναπορρόφηση του νατρίου και ύδατος στα νεφρικά σωληνάρια και την αύξηση της καρδιακής παροχής.
Η καπτοπρίλη (captopril) είναι ένας υψηλά εκλεκτικός, ανταγωνιστικός αναστολέας του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης Ι (αναστολείς ΜΕΑ). Η καπτοπρίλη αναστέλλει το ένζυμο που μετατρέπει την αγγιοτασίνη Ι στον ισχυρό αγγειοσυσταλτικό παράγοντα αγγειοτασίνη ΙΙ και επίσης ελαττώνει το ρυθμό αδρανοποίησης βραδυκινίνης. Έτσι η καπτοπρίλη προκαλεί αγγειοδιαστολή και με την μείωση των επιπέδων της αγγειοτασίνης ΙΙ, μειώνει την έκκριση αλδοστερόνης και έτσι προκαλείται μειωμένη κατακράτηση νατρίου και ύδατος.
Η σιλαζαπρίλη (cilazapril) είναι ένας εξειδικευμένος, μακράς δράσης αναστολέας του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης. Οι ευεργετικές επιδράσεις των αναστολέων του ΜΕΑ στην υπέρταση και την καρδιακή ανεπάρκεια φαίνεται να είναι αποτέλεσμα κυρίως της καταστολής του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης στο πλάσμα.
Η δελαπρίλη (delepril) ανήκει σε μια ομάδα φαρμάκων, που ονομάζονται αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης ΙΙ. Η δελαπρίλη χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία της υψηλής πίεσης του αίματος (υπέρτασης) στη συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, και στη βελτίωση της επιβίωσης των ασθενών μετά από καρδιακή προσβολή.
Η εναλαπρίλη, ένα παράγωγο δύο αμινοξέων της L-αλανίνης και της L-προλίνης. Μετά την απορρόφηση, η εναλαπρίλη υδρολύεται σε άλας της εναλαπρίλης που αναστέλλει το μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτενσίνης.
Η φοσινοπρίλη (fosinopril), ένα προφάρμακο εστερικού τύπου, υδρολύεται από τις εστεράσες στη φαρμακολογικά δραστική μορφή, την φοσινοπριλάτη. Η φοσινοπριλάτη εμποδίζει τη μετατροπή της αγγειοτασίνης Ι στην αγγειοσυσπαστική ουσία αγγειοτασίνη ΙΙ.
Η υποτασική δράση της ιμιδαπρίλης (imidapril) στην υπέρταση, εμφανίζεται κυρίως ως αποτέλεσμα της καταστολής του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης στο πλάσμα.
Η λισινοπρίλη (lisinopril) είναι αναστολέας της πεπτιδυλικής διπεπτιδάσης. Αναστέλει το Μετατρεπτικό ένζυμο της Αγγειοτασίνης (ΜΕΑ) που καταλύει την αντίδραση μετατροπής της αγγειοτασίνης Ι στο αγγειοσυσπαστικό πεπτίδιο, αγγειοτασίνη ΙΙ. Η αγγειοτασίνη ΙΙ επίσης διεγείρει την έκκριση της αλδοστερόνης από τον φλοιό των επινεφριδίων. Η αναστολή του ΜΕΑ έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των επιπέδων της αγγειοτασίνης ΙΙ, που συνεπάγεται μείωση της αγγειοσυσπαστικής δραστηριότητας και ελάττωση έκκρισης της αλδοστερόνης.
Η περινδοπρίλη είναι ένας αναστολέας του ενζύμου το οποίο μετατρέπει την αγγειοτασίνη Ι σε αγγειοτασίνη ΙΙ (Μετατρεπτικό Ένζυμο Αγγειοτασίνης ΜΕΑ). Το μετατρεπτικό ένζυμο, ή κινάση, είναι μία εξοπεπτιδάση που επιτρέπει τη μετατροπή της αγγειοτασίνης Ι στην αγγειοσυσπαστική αγγειοτασίνη ΙΙ, ενώ ταυτόχρονα προκαλεί την αποικοδόμηση της αγγειοδιασταλτικής βραδυκινίνης προς ένα αδρανές επταπεπτίδιο. Η αναστολή του ΜΕΑ προκαλεί τη μείωση της αγγειοτασίνης ΙΙ στο πλάσμα, πράγμα που οδηγεί σε αυξημένη δραστηριότητα της ρενίνης στο πλάσμα (μέσω αναστολής της αρνητικής ανατροφοδότησης της απελευθέρωσης της ρενίνης) και σε μειωμένη έκκριση αλδοστερόνης. Αφού το ΜΕΑ απενεργοποιεί τη βραδυκινίνη, η αναστολή του ΜΕΑ επίσης οδηγεί σε αυξημένη δραστηριότητα των κυκλοφορούντων και τοπικών συστημάτων καλλικρεΐνης-κινίνης (συνεπώς και ενεργοποίηση του συστήματος της προσταγλανδίνης).
Η κιναπρίλη (quinapril) ανήκει στους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (αγγειοτενσίνης) Ι. Η κιναπρίλη αναστέλλει το ένζυμο που μετατρέπει την αγγιοτασίνη Ι στον ισχυρό αγγειοσυσταλτικό παράγοντα αγγειοτασίνη ΙΙ και επίσης ελαττώνει το ρυθμό αδρανοποίησης βραδυκινίνης. Έτσι η κιναπρίλη προκαλεί αγγειοδιαστολή, που είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα της μικρότερης αγγειοσύσπασης (λόγω των ελαττωμένων επιπέδων αγγειοτασίνης ΙΙ) και της ισχυρής αγγειοδιασταλτικής δράσης της βραδυκινίνης (λόγω της επιβραδυνόμενης αδρανοποίησής της βραδυκινίνης).
Τέλος η κιναπρίλη με την μείωση των επιπέδων της αγγειοτασίνης ΙΙ, μειώνει την έκκριση αλδοστερόνης και έτσι προκαλείται μειωμένη κατακράτηση Νατρίου και ύδατος.
Η ραμιπριλάτη, ο ενεργός μεταβολίτης του προφαρμάκου ραμιπρίλης (ramipril), αναστέλλει τη δράση του ένζυμου διπεπτιδυλκαρβοξυπεπτιδάσης Ι (συνώνυμα: μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτασίνης [ΜΕΑ], κινινάση ΙΙ). Στο πλάσμα και στους ιστούς το ένζυμο αυτό καταλύει τη μετατροπή της αγγειοτασίνης Ι στην ισχυρά αγγειοσυσταλτική ουσία αγγειοτασίνη ΙΙ, όπως επίσης και την αποικοδόμηση της ισχυρά αγγειοδιασταλτικής βραδυκινίνης. Ο μειωμένος σχηματισμός της αγγειοτασίνης ΙΙ και η αναστολή της αποικοδόμησης της βραδυκινίνης οδηγούν στην αγγειοδιαστολή.
Η τρανδολαπρίλη (trandolapril) είναι ένας αναστολέας μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτασίνης (αναστολέας ΜΕΑ) χωρίς σουλφυδρυλική ομάδα, ο οποίος χορηγείται από του στόματος. Επιπροσθέτως της αναστολής του ΜΕΑ στο πλάσμα, η τραντολαπρίλη έχει επιδείξει πειραματικά ότι αναστέλλει το ΜΕΑ στους ιστούς (ιδιαίτερα στον αγγειακό, καρδιακό και επινεφριδιακό ιστό). Η κλινική σημασία της αναστολής ΜΕΑ στους ιστούς δεν έχει αποδειχθεί για τους ανθρώπους.
Η ζοφενοπρίλη (zofenopril) ανήκει στους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (αγγειοτενσίνης) Ι κι αναστέλλει το ένζυμο που μετατρέπει την αγγιοτασίνη Ι στον ισχυρό αγγειοσυσταλτικό παράγοντα αγγειοτασίνη ΙΙ και επίσης ελαττώνει το ρυθμό αδρανοποίησης βραδυκινίνης. Έτσι η ζοφενοπρίλη προκαλεί αγγειοδιαστολή, που είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα της μικρότερης αγγειοσύσπασης (λόγω των ελαττωμένων επιπέδων αγγειοτασίνης ΙΙ) και της ισχυρής αγγειοδιασταλτικής δράσης της βραδυκινίνης (λόγω της επιβραδυνόμενης αδρανοποίησής της βραδυκινίνης).