Κλαύδιος Γαληνός
Δωρεάν εγγραφή Αποκτήσετε πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες και τα εργαλεία του Galinos.gr για έναν μήνα
Έλεγχος συγχορήγησης Ελέγξτε την αγωγή σας για αντενδείξεις και αλληλεπιδράσεις μεταξύ των φαρμάκων
Μητρότητα και φάρμακα Ενημερωθείτε για την ασφάλεια χορήγησης ενός φαρμάκου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του θηλασμού
Συνδρομές Μάθετε περισσότερα για τα οφέλη και τις επιπλέον παροχές των συνδρομητικών προγραμμάτων
Ενδείξεις και αγωγές Βρείτε θεραπευτικές ενδείξεις και αγωγές για νόσους, συμπτώματα και ιατρικές πράξεις
Γνωρίζατε ότι... Μοιραζόμαστε μαζί σας γεγονότα της πορείας του Galinos.gr από το 2011 μέχρι σήμερα

DUXIL GRA.OR.SOL 2,7G/SACHET(DOSE) BT x 30 SACHET

Ευρετήριο Αναφορές

Σκεύασμα - Φαρμακολογικές ιδιότητες

Εμπορική
DUXIL
Μορφή
Κοκκία για πόσιμο διάλυμα, μιας δόσης
Συγκέντρωση
2.7G/SUPSACK

Φαρμακοδυναμική

Η Carbocisteine lysine monohydrate αποκαθιστά το ιξώδες και την ελαστικότητα όλων των βλεννωδών εκκρίσεων κατά τρόπο δοσοεξαρτώμενο και χάρη στον ειδικό μηχανισμό δράσης επί των εκκριτικών κυττάρων της βλέννης, αυξάνει τη σύνθεση της σιελοβλεννίνης (sialomucin) που αποτελεί κύριο συστατικό όλων των εκκρίσεων των αεραγωγών οδών. Η δράση αυτή διατηρείται και λίγες μέρες μετά την διακοπή της θεραπείας, ιδιαίτερα έπειτα από δόση 2.7 g εφάπαξ ημερησίως.

Σε απομονωμένη τραχεία κουνελιού, η Carbocisteine lysine monohydrate διέγειρε την έκκριση ιόντων χλωρίου, φαινόμενο που σχετίζεται με την μεταφορά ύδατος, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση της ρευστότητας της βλέννης. Στο ίδιο είδος πειραματοζώου, η από του στόματος χορήγηση Carbocisteine lysine monohydrate εμπόδισε τη μείωση της αποβολής βρογχικών εκκρίσεων δια μέσου του βλεννοκροσσωτού συστήματος, που προκλήθηκε από ενδοτραχειακή ενστάλαξη εξωγενούς ελαστάσης.

Η Carbocisteine lysine monohydrate επιφέρει κατά τρόπο δοσοεξαρτώμενο αύξηση των συγκεντρώσεων γαλακτοφερρίνης (lactoferrin), λυσοζύμης και α1 αντι-χυμοθρυψίνης, οδηγώντας σε λειτουργική αποκατάσταση των ορογόνων κυττάρων των περιβρογχικών αδένων και του μηχανισμού της πρωτεϊνικής τους σύνθεσης, γεγονός που επιβεβαιώνεται εξάλλου από την μορφολογική εξέταση του επιθηλίου.

Επίσης, η Carbocisteine παρουσίασε θετική επίδραση στην παραγωγή IgA στις ρινικές και τραχειοβρογχικές εκκρίσεις. Η Carbocisteine lysine monohydrate δρα μεταβάλλοντας τα χαρακτηριστικά του ιξώδους και της ελαστικότητας της βλέννης των βρόγχων. Τέλος, υποβοηθεί την αποβολή των βρογχικών εκκρίσεων δια μέσου του βλεννοκροσσωτού συστήματος.

Φαρμακοκινητική

Έπειτα από χορήγηση μίας δόσης 2.7 g από του στόματος, η Carbocisteine lysine απορροφάται ταχέως. Η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα επιτυγχάνεται σε 1.5 – 2 ώρες και ο χρόνος ημιζωής στο πλάσμα είναι 1.5 ώρες.

Το δραστικό συστατικό κατανέμεται ιδιαίτερα στον πνευμονικό ιστό και παρουσιάζει μέγιστη συγκέντρωση στη βλέννη και χρόνο ημιζωής στη βλέννη 3.5 μg/ml και 1.8 ώρες αντίστοιχα (2 g ημερησίως).

Ποσοστά του δραστικού συστατικού βρέθηκαν επίσης στη βλέννη των παραρρίνιων κόλπων και στο ους, σε μετρήσιμες ποσότητες μέχρι και 8 ώρες μετά τη χορήγηση. To δραστικό συστατικό και οι μεταβολίτες του αποβάλλονται από τους νεφρούς. Το φάρμακο απεκκρίνεται αναλλοίωτο στα ούρα σε ποσοστό 30-60% της χορηγηθείσης δόσης, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό αποβάλλεται με τη μορφή μεταβολιτών.

Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια

Η LD50 της Carbocisteine lysine monohydrate σε μύες και επίμυς ήταν υψηλότερη από 13500 mg/kg από του στόματος και 5760 mg/kg ενδοπεριτοναϊκώς. Κατά τις μελέτες υποξείας και χρόνιας τοξικότητας σε πειραματόζωα, από του στόματος δόσεις αισθητά υψηλότερες από τις θεραπευτικές δόσεις (500 mg/kg ημερησίως σε επίμυς και 300 mg/kg ημερησίως σε σκύλους) για χρονικό διάστημα έως 6 μήνες, δεν παρουσιάσαν ενδείξεις τοξικότητας.

Οι δοκιμασίες τερατογένεσης που διεξήχθησαν σε δύο είδη πειραματοζώων (επίμυς και κουνέλια) δεν απεκάλυψαν ανωμαλίες στην οργανογένεση. Μελέτες τοξικότητας κατά την αναπαραγωγή σε επίμυς έδειξαν ότι η Carbocisteine lysine monohydrate δεν επηρεάζει τη γονιμότητα και αναπαραγωγική λειτουργία, ούτε την εμβρυική και μεταγεννητική ανάπτυξη. Το προϊόν δεν συσχετίζεται χημικώς με καρκινογόνες ουσίες και επίσης κατά τις “in vivo” και “in vitro” μελέτες δεν παρουσίασε μεταλλαξιογόνο δυναμικό.

Ενεργά συστατικά

1D1Y95PXXA - CARBOCYSTEINE LYSINE

Σχετικό SPC

DUXIL.

Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.

ΠΧΠ 2006: DUXIL

Μπορείτε να υποστηρίξετε τον Γαληνό στην αποστολή του να παρέχει δωρεάν έγκυρη πληροφόρηση για κάθε φάρμακο απενεργοποιώντας το Ad Blocker για αυτόν τον ιστότοπο.