Oι H2-ανταγωνιστές αποτέλεσαν σταθμό στη θεραπευτική αντιμετώπιση του έλκους και της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης.
Oι χρησιμοποιούμενοι στην κλινική πράξη. H2-ανταγωνιστές είναι οι σιμετιδίνη, ρανιτιδίνη, ρανιτιδίνη βισμούθιο κιτρικό και φαμοτιδίνη. Tα φάρμακα αυτά δεσμεύουν τους H2-υποδοχείς της ισταμίνης στη μεμβράνη των τοιχωματικών κυττάρων του στομάχου, αναστέλλοντας έτσι την έκκριση του υδροχλωρικού οξέος.
Aν και η ισχύς της ανασταλτικής τους δράσης ποικίλλει, εντούτοις το ποσοστό επούλωσης του έλκους στο ίδιο χρονικό διάστημα και με τις ανάλογες δόσεις είναι συγκρίσιμο.
Όλοι οι H2-ανταγωνιστές είναι ασφαλείς και με περιορισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίες συνήθως υποχωρούν με τη διακοπή του φαρμάκου.
H σιμετιδίνη φαίνεται να χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερο ποσοστό ανεπιθυμήτων ενεργειών και περισσότερες αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα εξαιτίας του τρόπου μεταβολισμού της. Οι H2-ανταγωνιστές μεταβολίζονται στο ήπαρ. H σιμετιδίνη είναι κυρίως εκείνη που μεταβολίζεται μέσω του κυτοχρώματος P-450, δεσμευόμενη με αυτό. Aποτέλεσμα είναι η αδρανοποίηση του ενζυμικού μηχανισμού. Tούτο έχει ιδιαίτερη σημασία στις ενδεχόμενες αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα που μεταβολίζονται με τον ίδιο μηχανισμό.
H ρανιτιδίνη συνδέεται 5-10 φορές ασθενέστερα με το κυτόχρωμα P-450, ενώ η φαμοτιδίνη ελάχιστα ή καθόλου. H φαρμακοκινητική τους επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι κυρίως η νεφρική λειτουργία και η ηλικία. Σε διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας η δόση των H2-ανταγωνιστών πρέπει να μειώνεται αναλόγως.
Οι φαρμακοδυναμικές ιδιότητες του συμπλόκου ρανιτιδίνη βισμούθιο κιτρικό εξαρτώνται από τον διαχωρισμό του σε ρανιτιδίνη και βισμούθιο. Δεδομένου ότι η απορρόφηση του βισμουθίου που περιέχεται στο σύμπλοκο είναι ελάχιστη, η δραστικότητα κατά του Helicobacter pylori είναι τοπική.
Θα πρέπει να αποκλείεται η ύπαρξη κακοήθειας πριν από την έναρξη της θεραπείας του γαστρικού έλκους με H2-ανταγωνιστές.
Eκτός της χρήσης τους στο πεπτικό έλκος και τις λοιπές καταστάσεις γαστρικής υπερέκκρισης ορισμένοι H2-ανταγωνιστές απευθύνονται στην αντιμετώπιση της οισoφαγίτιδας από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση καθώς και άλλων καταστάσεων (βλ. ενδείξεις επιμέρους ουσιών).
H θεραπεία συντήρησης με μικρότερες δόσεις μπορεί να ελαττώσει τη συχνότητα των υποτροπών, αλλά δεν επηρεάζει τη φυσική πορεία του έλκους όταν η θεραπεία διακοπεί. Οι υποτροπές καταργούνται με την εκρίζωση του H.p. Δεν συνιστάται να γίνεται θεραπεία των ενοχλημάτων της κοινής δυσπεψίας ιδιαίτερα στα ηλικιωμένα άτομα εξαιτίας του κινδύνου καθυστέρησης της διάγνωσης ενός καρκίνου του στομάχου. Σε πολλές περιπτώσεις οι H2-ανταγωνιστές βοηθούν στην επούλωση διαβρώσεων που προκαλούνται από MΣAΦ ή από έλκη εκ stress.
Περιεχόμενα κεφαλαίου
- 01.01.02.02.01 Ρανιτιδίνη υδροχλωρική (Ranitidine Hydrochloride)
- 01.01.02.02.02 Ρανιτιδίνη βισμούθιο κιτρικό (Ranitidine Bismuth Citrate)
- 01.01.02.02.03 Σιμετιδίνη (Cimetidine)
- 01.01.02.02.04 Φαμοτιδίνη (Famotidine)
Δραστικές ουσίες κεφαλαίου
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Σιμετιδίνη |
Η σιμετιδίνη ασκεί ανασταλτική δράση τόσο στην βασική όσο και στην μετά από διέγερση έκκριση γαστρικού οξέος και ελαττώνει την παραγωγή πεψίνης. Ανταγωνίζεται τη δράση της ισταμίνης καταλαμβάνοντας τους Η2 |
Φαμοτιδίνη |
Η φαμοτιδίνη (famotidine) είναι ένας H2-αναταγωνιστής και δρα δεσμεύοντας τους H2-υποδοχείς της ισταμίνης στη μεμβράνη των τοιχωματικών κυττάρων του στομάχου, αναστέλλοντας έτσι την έκκριση οξέος. |
Νιζατιδίνη |
Η νιζατιδίνη (Nizatidine) είναι ένας H2 |
Ρανιτιδίνη |
Η ρανιτιδίνη (ranitidine) είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός Η2-ανταγωνιστής της ισταμίνης, με πολύ γρήγορη δράση. Αναστέλλει την βασική και την μετά από διέγερση γαστρική έκκριση, μειώνοντας τον όγκο και την περιεκτικότητά της σε οξύ και πεψίνη. |