Τίτλοι κωδικού
Κατάταξη ομάδας
Περιεχόμενα ομάδας
Δραστικές ουσίες ομάδας
Η αλλοπουρινόλη (allopurinol) αναστέλλει την ξανθινοξειδάση, το ένζυμο που καταλύει την μετατροπή της υποξανθίνης σε ξανθίνη και τελικά σε ουρικό οξύ. Η αλλοπουρινόλη επιδρά στο μεταβολισμό των πουρινών, περιορίζοντας τη σύνθεση ουρικού οξέος, χωρίς να παρεμποδίζει τη σύνθεση των κανονικών ζωτικών πουρινών.
Η κολχικίνη (colchicine) διακόπτει τον κύκλο της εναπόθεσης κρυστάλλων ουρικού μονονατρίου στους ιστούς των αρθρώσεων. Επίσης η κολχικίνη μειώνει την χημειοταξία και φαγοκυττάρωση των λευκοκυττάρων και αναστέλλει τον σχηματισμό και την απελευθέρωση μιας χημειοτακτικής γλυκοπρωτεΐνης που παράγεται κατά την φαγοκυττάρωση των κρυστάλλων ουρικού οξέος. Τέλος, η κολχικίνη αναστέλλει τη συναρμολόγηση των μικροσωληνίσκων σε διάφορα κύτταρα, συμπεριλαμβανομένων των λευκοκυττάρων, πιθανώς μέσω της σύνδεσής της και παρεμβαίνοντας με στον πολυμερισμό της τουμπουλίνης (υπομονάδας μικροσωληνίσκων).
Το ουρικό οξύ είναι το τελικό προϊόν μεταβολισμού της πουρίνης στον άνθρωπο και δημιουργείται με τη σειρά υποξανθίνη → ξανθίνη → ουρικό οξύ. Και τα δύο βήματα στις παραπάνω μεταμορφώσεις καταλύονται από την οξειδάση της ξανθίνης (ΧΟ). Η φεβουξοστάτη είναι ένα παράγωγο 2-αρυλικής θειαζόλης που επιτυγχάνει τη θεραπευτική του επίδραση μειώνοντας το ουρικό οξύ ορού μέσω επιλεκτικής αναστολής της ΧΟ.
Η φεβουξοστάτη μειώνοντας την παραγωγή ουρικού οξέος, μπορεί να μειώσει το ουρικό οξύ στο αίμα και να το διατηρήσει σε χαμηλά επίπεδα, διακόπτοντας τον σχηματισμό κρυστάλλων. Αυτό μπορεί να μειώσει τα επεισόδια ουρικής αρθρίτιδας. Διατηρώντας επίσης χαμηλά τα επίπεδα του ουρικού οξέος για μεγάλο χρονικό διάστημα, περιορίζονται και τα επεισόδια τόφων.
Η λεσινουράδη είναι ένας εκλεκτικός αναστολέας της επαναπρόσληψης του ουρικού οξέος, που αναστέλλει τον μεταφορέα του ουρικού οξέος URAT1. Ο URAT1 είναι υπεύθυνος για το μεγαλύτερο μέρος της επαναρρόφησης του διηθημένου ουρικού οξέος από τον νεφρικό σωληναριακό αυλό. Αναστέλλοντας τον URAT1, η λεσινουράδη αυξάνει την απέκκριση του ουρικού οξέος και ως εκ τούτου μειώνει το ουρικό οξύ στον ορό (sUA). Η λεσινουράδη αναστέλλει επίσης τον OAT4, έναν μεταφορέα του ουρικού οξέος που συμμετέχει στην επαγόμενη από διουρητικά υπερουριχαιμία.
Η προβενεσίδη (probenecid) αναστέλλει τη σωληναριακή επαναρρόφηση του ουρικού οξέος, αυξάνοντας έτσι την απέκκριση του ουρικού οξέος στα ούρα και μειώνοντας τα επίπεδα ουρικού οξέος στον ορό.