Xρησιμοποιούνται τοπικώς, συστηματικώς από του στόματος ή παρεντερικώς και σε συνδυασμό των παραπάνω οδών. Eπίσης τοπικώς σε μερικές μορφές επιδερμοφυτιών εφαρμόζεται αλοιφή συνιστάμενη από 6% βενζοϊκό οξύ και 3% σαλικυλικό οξύ, γνωστή ως αλοιφή Whitfield, που παρασκευάζεται από τον φαρμακοποιό. Οι περισσότερες εντοπισμένες μυκητιασικές λοιμώξεις αντιμετωπίζονται με τοπικά αντιμυκητιασικά.
Συστηματική θεραπεία χρησιμοποιείται για μυκητιάσεις ονύχων ή τριχωτού της κεφαλής ή εάν η δερματική λοίμωξη είναι εκτεταμένη, διασπαρμένη ή ανίατη. Οι εν τω βάθει μυκητιάσεις, που γενικώς είναι σπάνιες, απαιτούν για την αντιμετώπισή τους άλλοτε αντιμικροβιακά και άλλοτε αντιμυκητιασικά φάρμακα σε συστηματική χορήγηση. Για αντιμυκητιασικά παρεντερικής και από του στόματος χορήγησης βλ. κεφ. 05.02 .
Oι ενδείξεις των τοπικών αντιμυκητιασικών είναι:
- Mυκητιάσεις δέρματος, τριχών και ονύχων από επιδερμόφυτα, τριχόφυτα και μικρόσπορα. H αντιμετώπιση μόνο με τοπική θεραπεία έχει αποτελεσματικότητα 50-60%. Έτσι, τα φάρμακα αυτά εφαρμόζονται σε συνδυασμό με συστηματική χορήγηση για χρονικό διάστημα 1-6 μηνών αναλόγως του είδους του μύκητα και της εντόπισης της βλάβης.
- Mυκητιάσεις παρατριμματικών περιοχών, παρωνυχίου, βλεννογόνων και σπανιότερα ονύχων από μονίλια (κάντιντα).
- Ποικιλλόχρους πιτυρίαση (από Malassezia furfur).
Προσοχή στη χορήγηση: Γενικός κανόνας πριν από την έναρξη κάθε αντιμυκητιασικής θεραπείας είναι η εργαστηριακή διαπίστωση του είδους του μύκητα.
Oρισμένοι προδιαθεσικοί παράγοντες, όπως η ανοσοκαταστολή, η λήψη αντιμικροβιακών, η παχυσαρκία, ο διαβήτης κλπ., ευνοούν την ανάπτυξη μυκητιασικών λοιμώξεων και δυσχεραίνουν τη θεραπεία.
Aποτυχία στην αντιμυκητιασική αγωγή οφείλεται συνήθως σε:
- ατελή θεραπεία (ως προς τη διάρκειά της)
- παρουσία ανθεκτικών στελεχών
- αυξημένη ευαισθησία του ξενιστή (ύπαρξη προδιαθεσικών παραγόντων) και
- επαναμόλυνση από το περιβάλλον.
Nα αποφεύγεται η επαφή των προϊόντων με τα μάτια, αυτιά και τους βλεννογόνους. Σε βρέφη με εκτεταμένες βλάβες, λόγω αυξημένης απορρόφησης.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Tοπικός ερεθισμός του δέρματος και αντιδράσεις υπερευαισθησίας που περιλαμβάνουν ερύθημα, καύσο και κνησμό. Να διακόπτεται η θεραπεία εάν αυτά τα συμπτώματα είναι σοβαρά.
Περιεχόμενα κεφαλαίου
- 13.03.02.01 Αμορολφίνη υδροχλωρική (Amorolfine Hydrochloride)
- 13.03.02.02 Εκοναζόλη νιτρική (Econazole Nitrate)
- 13.03.02.03 Ισοκοναζόλη νιτρική (Isoconazole Nitrate)
- 13.03.02.04 Κετοκοναζόλη (Ketoconazole)
- 13.03.02.05 Κλοτριμαζόλη (Clotrimazole)
- 13.03.02.06 Κυκλοπιροξολαμίνη (Ciclopirox Olamine)
- 13.03.02.07 Μικοναζόλη νιτρική (Miconazole Nitrate)
- 13.03.02.08 Μπιφοναζόλη (Bifonazole)
- 13.03.02.09 Ομοκοναζόλη νιτρική (Omoconazole Nitrate)
- 13.03.02.10 Πυριθειόνη ψευδαργυρούχος (Pyrithione Zinc)
- 13.03.02.11 Σελήνιο θειούχο (Selenium Sulfide)
- 13.03.02.12 Τερβιναφίνη (Terbinafine)
- 13.03.02.13 Τιοκοναζόλη (Tioconazole)
- 13.03.02.14 Φεντικοναζόλη νιτρική (Fenticonazole Nitrate)
- 13.03.02.15 Φλουτριμαζόλη (Flutrimazole)
- 13.03.02.16 Σερτακοναζόλη (Sertaconazole)
Δραστικές ουσίες κεφαλαίου
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Μπιφοναζόλη |
Η μπιφοναζόλη (bifonazole) είναι παράγωγο του ιμιδαζολίου και έχει ευρύ φάσμα αντιμυκητιασικής δράσης, που περιλαμβάνει τα δερματόφυτα, ζυμομύκητες, ευρωτομύκητες και άλλους μύκητες, όπως η Malassezia furfur. Είναι επίσης δραστικό έναντι του Corynebacterium minutissimum. |
Κυκλοπιροξολαμίνη |
Η κυκλοπιροξολαμίνη (ciclopirox-olamine) στα οξοπυριδινικά φάρμακα και ως αντιμυκητιασικό φάρμακο αναστέλλει την ανάπτυξη του μεγαλύτερου μέρους των παθογόνων ζυμομυκήτων, συμπεριλαμβανομένων των δερματόφυτων και της Candida albicans. |
Κλοτριμαζόλη |
Η κλοτριμαζόλη είναι παράγωγο του ιμιδαζολίου και έχει ευρύ φάσμα αντιμυκητιασικής δράσης. Η κλοτριμαζόλη έχει ένα ευρύ φάσμα αντιμυκητιασικής δράσης in vitro και in vivo, που περιλαμβάνει δερματόφυτα, ζυμομύκητες, ευρωμύκητες κλπ. Η κλοτριμαζόλη δρα αποτελεσματικά κατά των μυκήτων, με αναστολή της σύνθεσης της εργοστερόλης. Η αναστολή της σύνθεσης της εργοστερόλης οδηγεί στην δομική και λειτουργική βλάβη της κυτταρικής μεμβράνης των μυκήτων. |
Εκοναζόλη |
Η εκοναζόλη (econazole) είναι ένα αντιμυκητιασικό φάρμακο που αλληλεπιδρά με την 14-α διμεθυλάση, ένα ένζυμο του κυτοχρώματος P-450 που είναι απαραίτητο για τη μετατροπή της λανοστερόλης σε εργοστερόλη. Η εργοστερόλη αποτελεί την βασική συνιστώσα της κυτταρικής μεμβράνης των μυκήτων και η αναστολή της σύνθεσης της οδηγεί σε αυξημένη κυτταρική διαπερατότητα, προκαλώντας την διαρροή του κυτταρικού περιεχομένου προς τα έξω. Η εκοναζόλη επίσης μπορεί να αναστείλει την ενδογενή αναπνοή και την πρόσληψη πουρινών και δυσχεραίνει την βιοσύνθεση τριγλυκεριδίων και φωσφολιπιδίων. |
Φεντικοναζόλη |
Η φεντικοναζόλη (fenticonazole) είναι ένας ευρέως φάσματος αντιμυκητιασικός παράγοντας που ανήκει στα ιμιδαζόλια. Eίναι δραστική έναντι δερματοφύτων, ευρωτομυκήτων, διμόρφων μυκήτων, κλπ. καθώς και έναντι μερικών θετικών κατά Gram βακτηριδίων. |
Φλουκοναζόλη |
Η φλουκοναζόλη (fluconazole) ανήκει στην ομάδα των τριαζολούχων αντιμυκητιασικών παραγόντων και είναι ένας ισχυρός και ειδικός αναστολέας της σύνθεσης στερολών από τους μύκητες. |
Γκριζεοφουλβίνη |
Η γκρισεοφουλβίνη (griseofulvin) είναι ένα μυκητιοστατικό, αναστέλλοντας την ανάπτυξη των δερματοφύτων. Θεωρείται ότι αναστέλλει την μίτωση και και την σύνθεση νουκλεϊκών οξέων. |
Ιτρακοναζόλη |
Η ιτρακοναζόλη είναι ένα τριαζολικό παράγωγο που αναστέλλει τη σύνθεση της εργοστερόλης στα κύτταρα των μυκήτων. Η εργοστερόλη είναι ένα θεμελιώδες συστατικό της κυτταρικής μεμβράνης των μυκήτων. Η παρεμπόδιση της σύνθεσης της εργοστερόλης τελικά καταλήγει σε αντιμυκητιασική δράση. |
Κετοκοναζόλη |
Η κετοκοναζόλη είναι μία ιμιδαζόλη που αλληλεπιδρά με την C-14α-απομεθυλάση και αναστέλλει την απομεθυλίωση της λανοστερόλης προς εργοστερόλη (την κυριότερη στερόλη των μεμβρανών των μυκήτων), με αποτέλεσμα διαταραχή της διαπερατότητας των μεμβρανών των μυκήτων. |
Μικοναζόλη |
Η μικοναζόλη είναι μια αντιμυκητιασική ιμιδαζόλη και αλληλεπιδρά με την 14-α δεμεθυλάση του κυτοχρώματος P-450, ένα ένζυμο απαραίτητο για τη μετατροπή της λανοστερόλης σε εργοστερόλη. Η εργοστερόλη αποτελεί βασικό συστατικό της κυτταρικής μεμβράνης των μυκήτων, οπότε η αναστολή σύνθεσής της, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της διαπερατότητας της κυτταρικής μεμβράνης των μυκήτων και κατά συνέπεια την έξοδο κυτταροπλασματικού περιεχομένου. |
Τερβιναφίνη |
Η τερβιναφίνη είναι μια αλλυλαμίνη, η οποία έχει ευρύ φάσμα αντιμυκητιασικής δράσης. Δρα αναστέλλοντας την εποξειδάση του σκουαλενίου στην κυτταρική μεμβράνη των μυκήτων. Σε χαμηλές πυκνότητες, η τερβιναφίνη είναι μυκητοκτόνος κατά των δερματόφυτων, των ευρωτομυκήτων και ορισμένων δίμορφων μυκήτων. Η δράση της κατά των ζυμομυκήτων είναι μυκητοκτόνος ή μυκητοστατική, ανάλογα με το είδος του ζυμομύκητος. |