Όλα τα ναρκωτικά αναλγητικά (βλ. κεφ. 04.11 ) έχουν αντιβηχικές ιδιότητες από κατασταλτική δράση στο κέντρο του βήχα.
Aπό αυτά η κωδεΐνη είναι το περισσότερο χρησιμοποιούμενο και αποτελεσματικό σε περιπτώσεις οξέος ή χρόνιου βήχα ποικίλης αιτιολογίας και με τα λιγότερα μειονεκτήματα σε σχέση με τα υπόλοιπα ναρκωτικά αναλγητικά. O κίνδυνος εξάρτησης σε χορήγηση βραχείας διάρκειας και στις συνιστώμενες δόσεις είναι πρακτικά αμελητέος.
Tα υπόλοιπα ναρκωτικά αναλγητικά έχουν περιορισμένη εφαρμογή σε περιπτώσεις όπου ο βήχας συνοδεύεται από έντονο άλγος, όπως π.χ. σε καρκίνο και στις οποίες επιδιώκεται ταυτόχρονη καταστολή του βήχα και του άλγους. Στο εμπόριο δεν κυκλοφορεί προϊόν αμιγούς κωδεΐνης ως αντιβηχικού, παρά μόνο σε συνδυασμό με άλλο συστατικό.
Περιεχόμενα κεφαλαίου
- 03.03.01.01 Δεξτρομεθορφάνη (Dextromethorphan)
- 03.03.01.02 Κωδεΐνη + Εφεδρίνη (Codeine + Ephedrine)
Δραστικές ουσίες κεφαλαίου
Η κωδεΐνη είναι ένα οπιοειδές αναλγητικό, το οποίο ασκεί αγωνιστική επίδραση σε συγκεκριμένους, υποδοχείς οπιοειδών στο ΚΝΣ και σε άλλους ιστούς. Στα αποτελέσματα της δράσης της κωδεΐνης συμπεριλαμβάνονται η αναλγησία, η δυσκοιλιότητα από μειωμένη κινητικότητα του γαστρεντερικού σωλήνα, η καταστολή του αντανακλαστικού του βήχα, η αναπνευστική καταστολή από μειωμένη ανταπόκριση του αναπνευστικού κέντρου στο CO2, η ναυτία και ο έμετος μέσω διέγερσης της CTZ, οι αλλαγές στη διάθεση, συμπεριλαμβανομένων ευφορία και δυσφορία, καταστολή, νοητική θόλωση, μύση και αλλοίωση της δράσης του ενδοκρινικού και του αυτόνομου νευρικού συστήματος.