Ενδείξεις: Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 ως µονοθεραπεία σε ασθενείς που δεν ελέγχονται ικανοποιητικά µε δίαιτα και άσκηση και για τους οποίους η µετφορµίνη αντενδείκνυται ή δεν είναι ανεκτή ή σε συνδυασµό µε µετφορµίνη ή σουλφονυλουρία ή και τα δύο.
Αντενδείξεις: Καρδιακή ανεπάρκεια (ή ιστορικό αυτής), ηπατική ανεπάρκεια, συγχορήγηση με ινσουλίνη, κύηση και γαλουχία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες (σε συνδυασμό με μετφορμίνη ή σουλφονυλουρία): Αναιμία, υπογλυκαιμία ή υπεργλυκαιμία, υπερλιπιδαιμία, θρομβοπενία, κεφαλαλγία, ζάλη, αίσθημα κόπωσης, σπανίως εξάνθημα, αλωπεκία και ηπατική δυσλειτουργία.
Αλληλεπιδράσεις: Σε συγχορήγηση με γεµφιβροζίλη (αναστολέας του CYP2C8) διπλασιάζονται οι συγκεντρώσεις της ροσιγλιταζόνης στο πλάσµα, ενώ με ριφαµπικίνη (επαγωγέας του CYP2C8) μειώνονται κατά 66%. Δεν µπορεί να αποκλεισθεί ότι άλλοι επαγωγείς (π.χ. φαινυτοΐνη, καρβαµαζεπίνη, φαινοβαρβιτάλη, υπερικό/βαλσαµόχορτο) ενδεχοµένως επηρεάζουν την έκθεση στη ροσιγλιταζόνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε βαριά νεφρική ανεπάρκεια. Παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας. Μπορεί να εκδηλώσει ή να επιδεινώσει καρδιακή ανεπάρκεια λόγω κατακράτησης υγρών. Να ελέγχεται το σωματικό βάρος, το οποίο ενδέχεται να αυξηθεί.
Δοσολογία: 4mg ημερησίως µε ή χωρίς φαγητό. Με μετφορμίνη η δόση μπορεί να αυξηθεί σε 8mg ημερησίως μετά 8 εβδομάδες αν κριθεί απαραίτητο. Δεν συνιστάται σε ασθενείς < 18 ετών.
Φαρμακευτικά προϊόντα
AVANDIA/SmithKline Beecham England: f.c.tab 4 mg x 28, 8 mg x 28
Κατάταξη κεφαλαίου
06 Φάρμακα παθήσεων ενδοκρινών αδενών - ορμόνες
06.01 Φάρμακα θεραπείας του διαβήτη
06.01.02 Αντιδιαβητικά από το στόμα
06.01.02.03 Άλλα αντιδιαβητικά
06.01.02.03.07 Ροσιγλιταζόνη (Rosiglitazone)
Δραστικές ουσίες κεφαλαίου
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Ροσιγλιταζόνη |
Η ροσιγλιταζόνη είναι εκλεκτικός αγωνιστής του πυρηνικού υποδοχέως PPARγ (peroxisomal proliferator activated receptor gamma) και είναι μέλος της ομάδας θειαζολιδινεδιονών των αντιδιαβητικών παραγόντων. Μειώνει τη γλυκαιμία μειώνοντας την αντίσταση στην ινσουλίνη στο λιπώδη ιστό, στους σκελετικούς μύες και στο ήπαρ. |