Κλαύδιος Γαληνός
Δωρεάν εγγραφή Αποκτήσετε πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες και τα εργαλεία του Galinos.gr για έναν μήνα
Έλεγχος συγχορήγησης Ελέγξτε την αγωγή σας για αντενδείξεις και αλληλεπιδράσεις μεταξύ των φαρμάκων
Μητρότητα και φάρμακα Ενημερωθείτε για την ασφάλεια χορήγησης ενός φαρμάκου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του θηλασμού
Συνδρομές Μάθετε περισσότερα για τα οφέλη και τις επιπλέον παροχές των συνδρομητικών προγραμμάτων
Ενδείξεις και αγωγές Βρείτε θεραπευτικές ενδείξεις και αγωγές για νόσους, συμπτώματα και ιατρικές πράξεις
Γνωρίζατε ότι... Μοιραζόμαστε μαζί σας γεγονότα της πορείας του Galinos.gr από το 2011 μέχρι σήμερα

ZITHROMAX 250MG/CAP CAPS BTx6(BLIST1x6)

Ευρετήριο Αναφορές

Σκεύασμα - Αντενδείξεις και ειδικές προφυλάξεις

Εμπορική
ZITHROMAX
Μορφή
Καψάκιο
Συγκέντρωση
250MG/CAP

Αντενδείξεις

Υπερευαισθησία στην αζιθρομυκίνη, την ερυθρομυκίνη, σε οποιοδήποτε αντιβιοτικό της ομάδας των μακρολιδίων ή των κετολιδίων ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.

Η ταυτόχρονη χορήγηση μακρολιδίων με σιζαπρίδη αντενδείκνυται.

Προφυλάξεις και προειδοποιήσεις

Υπερευαισθησία

Όπως και με την ερυθρομυκίνη και τα άλλα μακρολίδια, έχουν αναφερθεί σπανίως σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις, που συμπεριλαμβάνουν το αγγειοοίδημα και την αναφυλαξία (σπανίως θανατηφόρα), Δερματολογικές αντιδράσεις, που συμπεριλαμβάνουν την Οξεία Γενικευμένη Εξανθηματική Φλυκταίνωση (AGEP), το Σύνδρομο Stevens-Johnson (SJS),την Τοξική Επιδερμική Νεκρόλυση (TEN) (σπανίως θανατηφόρα) και τη Φαρμακευτική Αντίδραση με Ηωσινοφιλία και Συστηματικά Συμπτώματα (DRESS). Μερικές από αυτές τις αντιδράσεις που προέκυψαν μετά από χορήγηση αζιθρομυκίνης είχαν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση υποτροπιαζόντων συμπτωμάτων, τα οποία απαιτούσαν μεγαλύτερη περίοδο παρακολούθησης και θεραπείας.

Εάν παρουσιαστεί μία αλλεργική αντίδραση, θα πρέπει να διακοπεί το φάρμακο και να χορηγηθεί η κατάλληλη θεραπεία. Οι ιατροί θα πρέπει να γνωρίζουν ότι μπορεί να παρουσιαστεί επανεμφάνιση των αλλεργικών συμπτωμάτων, όταν διακοπεί η συμπτωματική θεραπεία.

Ηπατοτοξικότητα

Επειδή το ήπαρ είναι η κύρια οδός απέκκρισης της αζιθρομυκίνης, πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική νόσο. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις μη φυσιολογικής ηπατικής λειτουργίας, ηπατίτιδας (περιλαμβανομένης της κεραυνοβόλου ηπατίτιδας), χολοστατικού ίκτερου, ηπατικής νέκρωσης και ηπατικής ανεπάρκειας, μερικές από τις οποίες έχουν οδηγήσει σε θάνατο (βλ. παράγραφο 4.8). Κάποιοι ασθενείς ενδέχεται να είχαν προϋπάρχουσα ηπατική νόσο ή ενδέχεται να είχαν λάβει άλλα ηπατοτοξικά φαρμακευτικά προϊόντα.

Σε περίπτωση εμφάνισης σημείων και συμπτωμάτων ηπατικής δυσλειτουργίας, όπως ταχεία εξελισσόμενη εξασθένιση σχετιζόμενη με ίκτερο, σκουρόχρωμα ούρα, αιμορραγική τάση ή ηπατική εγκεφαλοπάθεια, θα πρέπει να γίνονται αμέσως εργαστηριακές εξετάσεις της ηπατικής λειτουργίας. Εάν έχει εμφανιστεί ηπατική δυσλειτουργία, η χορήγηση της αζιθρομυκίνης θα πρέπει να διακόπτεται.

Βρεφική υπερτροφική πυλωρική στένωση (IHPS)

Έχει αναφερθεί εμφάνιση βρεφικής υπερτροφικής πυλωρικής στένωσης (IHPS) μετά τη χρήση αζιθρομυκίνης σε νεογνά (θεραπεία έως και τις πρώτες 42 ημέρες ζωής). Οι γονείς και οι πάροχοι φροντίδας θα πρέπει να ενημερωθούν να επικοινωνούν με τον ιατρό τους, εάν παρατηρηθούν έμετοι ή ευερεθιστότητα κατά τη σίτιση.

Παράγωγα της ερυσιβώδους όλυρας

Σε ασθενείς που λαμβάνουν παράγωγα της ερυσιβώδους όλυρας (Ergot), έχει παρουσιαστεί εργοτισμός, όταν συγχορηγήθηκαν ορισμένα αντιβιοτικά της ομάδας των μακρολιδίων. Δεν υπάρχουν δεδομένα όσον αφορά την πιθανότητα αλληλεπίδρασης μεταξύ των παραγώγων της ερυσιβώδους όλυρας και αζιθρομυκίνης. Εν τούτοις, λόγω της θεωρητικής πιθανότητας εμφάνισης εργοτισμού, δεν πρέπει να συγχορηγείται η αζιθρομυκίνη με παράγωγα της ερυσιβώδους όλυρας.

Επιμόλυνση

Όπως και με οποιοδήποτε άλλο αντιβιοτικό, συνιστάται η παρακολούθηση των ασθενών για την ανάπτυξη σημείων επιμόλυνσης από μη ευαίσθητους μικροοργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων και των μυκήτων.

Διάρροια οφειλόμενη σε Clostridium difficile (CDAD)

Έχει αναφερθεί διάρροια που σχετίζεται με το παθογόνο Clostridium difficile (CDAD) κατά τη χρήση σχεδόν όλων των αντιμικροβιακών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της αζιθρομυκίνης, η οποία ενδέχεται να ποικίλλει σε βαρύτητα, από ελαφρά διάρροια ως θανατηφόρος κολίτιδα. Η θεραπεία με αντιμικροβιακούς παράγοντες μεταβάλλει τη φυσιολογική εντερική χλωρίδα, γεγονός που οδηγεί σε υπερανάπτυξη του C. difficile.

Το C. difficile παράγει τοξίνες Α και B που συμβάλλουν στην εμφάνιση CDAD. Ορισμένα στελέχη C. difficile παράγουν μεγάλες ποσότητες τοξινών (υπερτοξίνες), γεγονός που αυξάνει τη νοσηρότητα και τη θνητότητα, καθώς αυτές οι λοιμώξεις μπορεί να είναι ανθεκτικές στην αντιμικροβιακή θεραπεία και ενδέχεται να οδηγήσουν σε κολεκτομή. Το ενδεχόμενο CDAD πρέπει να εξετάζεται σε όλους τους ασθενείς που παρουσιάζουν διάρροια μετά από χρήση αντιβιοτικών. Επίσης, χρειάζεται να ληφθεί αναλυτικό ιατρικό ιστορικό εφόσον έχει αναφερθεί ότι η CDAD μπορεί να εμφανιστεί ως και 2 μήνες μετά τη χορήγηση αντιμικροβιακών παραγόντων.

Μετά την οριστική διάγνωση της ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας, πρέπει να εφαρμοστούν θεραπευτικά μέτρα. Ελαφρές περιπτώσεις ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας συνήθως ανταποκρίνονται στη διακοπή της θεραπείας.

Σε μέτριες ή σοβαρές περιπτώσεις πρέπει να εξετάζεται η ανάγκη χορήγησης υγρών και ηλεκτρολυτών, συμπληρωματικής χορήγησης πρωτεϊνών και θεραπείας με αντιμικροβιακά φάρμακα, που είναι κλινικώς αποτελεσματικά στην κολίτιδα η οποία οφείλεται στο Clostridium difficile.

Νεφρική Δυσλειτουργία

Σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (GFR<10 ml/min) έχει παρατηρηθεί αύξηση της συστηματικής έκθεσης στην αζιθρομυκίνη κατά 33% (βλ. παράγραφο 5.2).

Παράταση του διαστήματος QT

Παράταση της καρδιακής επαναπόλωσης και του διαστήματος QT, η οποία ενέχει κίνδυνο ανάπτυξης καρδιακών αρρυθμιών και torsades de pointes (κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου), έχουν παρατηρηθεί σε θεραπεία με μακρολίδια, συμπεριλαμβανομένης της αζιθρομυκίνης (βλ. παράγραφο 4.8). Επομένως, καθώς οι ακόλουθες καταστάσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε αυξημένο κίνδυνο κοιλιακών αρρυθμιών (συμπεριλαμβανομένου του torsades de pointes), οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιακή ανακοπή, η αζιθρομυκίνη θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με εν εξελίξει προαρρυθμικές καταστάσεις (ιδιαίτερα σε γυναίκες και σε υπερήλικες ασθενείς), όπως σε:

  • Ασθενείς με συγγενή ή τεκμηριωμένη παράταση του διαστήματος QT
  • Ασθενείς οι οποίοι επί του παρόντος λαμβάνουν θεραπεία με άλλες δραστικές ουσίες, οι οποίες είναι γνωστό ότι παρατείνουν το διάστημα QT, όπως αντιαρρυθμικά Τάξης ΙΑ (κινιδίνη και προκαϊναμίδη) και Τάξης ΙΙΙ (ντοφετιλίδη, αμιωδαρόνη και σοταλολόλη), σιζαπρίδη και τερφεναδίνη, αντιψυχωσικοί παράγοντες (όπως η πιμοζίδη), αντικαταθλιπτικά (όπως η σιταλοπράμη), φθοριοκινολόνες (όπως η μοξιφλοξασίνη και η λεβοφλοξασίνη)
  • Ασθενείς με ηλεκτρολυτικές διαταραχές, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις υποκαλιαιμίας και υπομαγνησιαιμίας
  • Ασθενείς με κλινικά σχετιζόμενη βραδυκαρδία, καρδιακή αρρυθμία ή σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια

Μυασθένεια gravis

Σε ασθενείς, οι οποίοι λάμβαναν θεραπεία με αζιθρομυκίνη, έχουν αναφερθεί εξάρσεις των συμπτωμάτων της μυασθένειας gravis και νέα εμφάνιση συνδρόμου μυασθένειας (βλ. παράγραφο 4.8).

Θεραπεία της πνευμονίας

Όσον αφορά τη θεραπεία της πνευμονίας, η αζιθρομυκίνη έχει αποδειχθεί ότι είναι ασφαλής και αποτελεσματική μόνο για τη θεραπεία της πνευμονίας από την κοινότητα ελαφράς βαρύτητας που οφείλεται στον Streptococcus pneumoniae ή στον Haemophilus influenzae, σε ασθενείς που κρίνονται κατάλληλοι για εξωνοσοκομειακή θεραπεία από του στόματος. Η αζιθρομυκίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με πνευμονία, οι οποίοι κρίνονται ακατάλληλοι για εξωνοσοκομειακή θεραπεία από του στόματος εξαιτίας μετρίου βαθμού ή βαρείας λοίμωξης ή λόγω ύπαρξης οποιουδήποτε από τους ακόλουθους παράγοντες κινδύνου:

  • ασθενείς προσβληθέντες από ενδονοσοκομειακά παθογόνα
  • ασθενείς με γνωστή ή πιθανολογούμενη μικροβιαιμία
  • ασθενείς απαιτούντες εισαγωγή σε νοσοκομείο
  • υπερήλικες ή εξασθενημένοι ασθενείς ή
  • ασθενείς με συνυπάρχοντα σημαντικά προβλήματα υγείας τα οποία μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα αντίδρασής τους προς τη νόσο (περιλαμβανομένων της ανοσοκαταστολής ή της λειτουργικής ασπληνίας).

Για τη θεραπεία της πνευμονίας από την κοινότητα χρησιμοποιούνται συνήθως συνδυασμοί αντιβιοτικών (κυρίως β-λακτάμη με μακρολίδη). Σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εθνικές κατευθυντήριες οδηγίες για τη θεραπεία της πνευμονίας από την κοινότητα.

Προειδοποιήσεις για τα έκδοχα

Διαβήτης

Κόνις αζιθρομυκίνης για πόσιμο εναιώρημα 200 mg/5ml:

Προσοχή στους διαβητικούς ασθενείς: 5 ml ανασυσταθέντος εναιωρήματος περιέχουν 3,87 g σακχαρόζης.

Η κόνις αζιθρομυκίνης για πόσιμο εναιώρημα 200 mg/5ml περιέχει σακχαρόζη (3,87 g/5 ml ανασυσταθέντος εναιωρήματος). Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη φρουκτόζη, δυσαπορρόφησης γλυκόζης-γαλακτόζης ή ανεπάρκειας σουκράσης (σακχαράσης)-ισομαλτάσης δε θα πρέπει να λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.

Καψάκια αζιθρομυκίνης:

Τα καψάκια αζιθρομυκίνης περιέχουν λακτόζη και δεν πρέπει να χορηγούνται σε ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη γαλακτόζη, ανεπάρκειας λακτάσης του Lapp ή δυσαπορρόφησης γλυκόζης-γαλακτόζης.

Ασυμβατότητες

Καμία γνωστή.

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Ταξινόμηση ανεπιθύμητων ενεργειών σε πίνακα

Ο παρακάτω πίνακας περιέχει τις ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίστηκαν μέσω της εμπειρίας από κλινικές μελέτες και της παρακολούθησης του φαρμάκου μετά την κυκλοφορία του στην αγορά, κατά κατηγορία οργανικού συστήματος και συχνότητα. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίστηκαν μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου στην αγορά αποδίδονται με πλάγια γράμματα. Η κατηγορία συχνότητας εμφάνισης ορίζεται σύμφωνα με την παρακάτω συνθήκη:

Πολύ συχνές (≥1/10), Συχνές (≥1/100, <1/10), Όχι συχνές (≥1/1.000, <1/100), Σπάνιες (≥1/10.000, <1/1.000), Πολύ σπάνιες (<1/10.000), και Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα). Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά σοβαρότητας.

Ανεπιθύμητες ενέργειες ενδεχομένως ή πιθανώς σχετιζόμενες με την αζιθρομυκίνη με βάση την εμπειρία από κλινικές μελέτες και την παρακολούθηση του φαρμάκου μετά την κυκλοφορία του στην αγορά:

Λοιμώξεις και παρασιτώσεις

Όχι συχνές: Καντιντίαση, Λοίμωξη του κόλπου, Πνευμονία, Μυκητιασική λοίμωξη, Βακτηριακή λοίμωξη, Φαρυγγίτιδα, Γαστρεντερίτιδα, Διαταραχή αναπνευστικού συστήματος, Ρινίτιδα

Μη γνωστές: Ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα (βλ. παράγραφο 4.4)

Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος

Όχι συχνές: Λευκοπενία, Ουδετεροπενία, Ηωσινοφιλία

Μη γνωστές: Θρομβοπενία, Αιμολυτική αναιμία

Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος

Όχι συχνές: Αγγειοοίδημα, Υπερευαισθησία

Μη γνωστές: Αναφυλακτική αντίδραση (βλ. παράγραφο 4.4)

Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης

Όχι συχνές: Ανορεξία

Ψυχιατρικές διαταραχές

Όχι συχνές: Νευρικότητα, Αϋπνία

Σπάνιες: Διέγερση

Μη γνωστές: Επιθετικότητα, Άγχος, Παραλήρημα, Ψευδαίσθηση

Διαταραχές του νευρικού συστήματος

Συχνές: Κεφαλαλγία

Όχι συχνές: Ζάλη, Υπνηλία, Δυσγευσία, Παραισθησία

Μη γνωστές: Λιποθυμικό επεισόδιο, Σπασμοί, Υπαισθησία, Ψυχοκινητική υπερδραστηριότητα, Ανοσμία, Αγευσία, Παροσμία, Μυασθένεια gravis (βλ. παράγραφο 4.4)

Οφθαλμικές διαταραχές

Όχι συχνές: Οπτική διαταραχή

Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου

Όχι συχνές: Διαταραχή του ωτός, Ίλιγγος

Μη γνωστές: Έκπτωση της ακουστικής οξύτητας, περιλαμβανομένης της κώφωσης και/ή των εμβοών

Καρδιακές διαταραχές

Όχι συχνές: Αίσθημα παλμών

Μη γνωστές: Torsades de pointes (Κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου) (βλ. παράγραφο 4.4), Αρρυθμία (βλ. παράγραφο 4.4) περιλαμβανομένης της κοιλιακής ταχυκαρδίας Ηλεκτροκαρδιογράφημα, διάστημα QT παρατεταμένο (βλ. παράγραφο 4.4)

Αγγειακές διαταραχές

Όχι συχνές: Έξαψη

Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωρακίου

Όχι συχνές: Δύσπνοια, Επίσταξη

Διαταραχές του γαστρεντερικού

Πολύ συχνές: Διάρροια

Συχνές: Έμετος, Κοιλιακό άλγος, Ναυτία

Όχι συχνές: Δυσκοιλιότητα, Μετεωρισμός, Δυσπεψία, Γαστρίτιδα, Δυσφαγία, Διάταση της κοιλίας, Ξηροστομία, Ερυγή, Εξέλκωση του στόματος, Υπερέκκριση σιέλου

Μη γνωστές: Παγκρεατίτιδα, Δυσχρωματισμός της γλώσσας

Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων

Σπάνιες: Ηπατική λειτουργία μη φυσιολογική, Ίκτερος χολοστατικός

Μη γνωστές: Ηπατική ανεπάρκεια (η οποία σπανίως κατέληξε σε θάνατο) (βλ. παράγραφο 4.4), Ηπατίτιδα κεραυνοβόλος, Ηπατική νέκρωση

Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού

Όχι συχνές: Εξάνθημα, Κνησμός, Κνίδωση, Δερματίτιδα, Ξηροδερμία, Υπεριδρωσία

Σπάνιες: Αντίδραση από φωτοευαισθησία, Φαρμακευτική Αντίδραση με Ηωσινοφιλία και Συστηματικά Συμπτώματα (DRESS), Οξεία Γενικευμένη Εξανθηματική Φλυκταίνωση (AGEP)

Μη γνωστές: Σύνδρομο Stevens-Johnson, Τοξική επιδερμική νεκρόλυση, Πολύμορφο ερύθημα

Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού

Όχι συχνές: Οστεοαρθρίτιδα, Μυαλγία, Οσφυαλγία, Αυχεναλγία

Μη γνωστές: Αρθραλγία

Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών

Όχι συχνές: Δυσουρία, Άλγος νεφρού

Μη γνωστές: Νεφρική ανεπάρκεια οξεία, Νεφρίτιδα διάμεση

Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού

Όχι συχνές: Μητρορραγία, Διαταραχή όρχεων

Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης

Όχι συχνές: Οίδημα, Εξασθένιση, Αίσθημα κακουχίας, Κόπωση, Οίδημα προσώπου Θωρακικό άλγος, Πυρεξία, Άλγος, Περιφερικό οίδημα

Εργαστηριακές παράμετροι

Συχνές: Αριθμός λεμφοκυττάρων μειωμένος, Αριθμός ηωσινοφίλων αυξημένος, Διττανθρακικά αίματος μειωμένα, Βασεόφιλα λευκοκύτταρα αυξημένα, Μονοκύτταρα αυξημένα, Ουδετερόφιλα αυξημένα

Όχι συχνές: Ασπαρτική αμινοτρανσφεράση αυξημένη, Αμινοτρανσφεράση της αλανίνης αυξημένη, Χολερυθρίνη αίματος αυξημένη, Ουρία αίματος αυξημένη, Κρεατινίνη αίματος αυξημένη, Κάλιο αίματος μη φυσιολογικό, Αλκαλική φωσφατάση αίματος αυξημένη, Χλωριούχα αυξημένα, Γλυκόζη αυξημένη, Αιμοπετάλια αυξημένα, Αιματοκρίτης μειωμένος, Διττανθρακικά αυξημένα, Νάτριο μη φυσιολογικό

Κακώσεις και δηλητηριάσεις

Όχι συχνές: Επιπλοκή μετά από θεραπευτικό χειρισμό

Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών

Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω:

Ελλάδα: Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562, Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: +30 21 32040380/337, Φαξ: +30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr

Κύπρος: Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, Υπουργείο Υγείας, CY-1475, Λευκωσία, Φαξ: +357 22608649, Ιστότοπος: www.moh.gov.cy/phs

Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή ουσίες

Αντιόξινα

Σε φαρμακοκινητική μελέτη στην οποία εξετάσθηκε η επίδραση της ταυτόχρονης χορήγησης αντιόξινων και αζιθρομυκίνης, δεν παρατηρήθηκε επίδραση στην ολική βιοδιαθεσιμότητα, παρότι οι μέγιστες συγκεντρώσεις στον ορό του αίματος μειώθηκαν κατά περίπου 24%. Σε ασθενείς που λαμβάνουν παράλληλα αζιθρομυκίνη και αντιόξινα, τα φάρμακα δεν πρέπει να λαμβάνονται ταυτόχρονα.

Σετιριζίνη

Σε υγιείς εθελοντές, η συγχορήγηση πενθήμερου θεραπευτικού σχήματος που περιελάμβανε αζιθρομυκίνη και 20 mg σετιριζίνης στη σταθεροποιημένη κατάσταση, δεν είχε ως αποτέλεσμα κάποια φαρμακευτική αλληλεπίδραση και καμία σημαντική αλλαγή στο διάστημα QT.

Διδανοσίνη (Διδεοξυϊνοσίνη)

Η συγχορήγηση 1200 mg αζιθρομυκίνης ημερησίως με 400 mg διδανοσίνης ημερησίως σε έξι άτομα θετικά στον HIV, δεν φάνηκε να επηρεάζει τη φαρμακοκινητική της διδανοσίνης στη σταθεροποιημένη κατάσταση, σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο.

Διγοξίνη και κολχικίνη (υποστρώματα της P-γλυκοπρωτεΐνης)

Ταυτόχρονη χορήγηση αντιβιοτικών της ομάδας των μακρολιδίων, συμπεριλαμβανομένης της αζιθρομυκίνης, με υποστρώματα της P-γλυκοπρωτεΐνης, όπως η διγοξίνη και η κολχικίνη, έχει αναφερθεί ότι αυξάνει τα επίπεδα του υποστρώματος της P-γλυκοπρωτεΐνης στον ορό του αίματος. Επομένως, εάν η αζιθρομυκίνη και τα υποστρώματα της P-γλυκοπρωτεΐνης, όπως η διγοξίνη, χορηγούνται ταυτόχρονα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα αύξησης των επιπέδων της διγοξίνης στον ορό του αίματος. Είναι απαραίτητη η κλινική παρακολούθηση, και πιθανώς η παρακολούθηση των επιπέδων της διγοξίνης στον ορό του αίματος, κατά τη διάρκεια της θεραπείας με αζιθρομυκίνη και μετά τη διακοπή της.

Ζιδοβουδίνη

Άπαξ δόσεις 1000 mg και πολλαπλές δόσεις 1200 mg ή 600 mg αζιθρομυκίνης είχαν μικρή επίδραση στη φαρμακοκινητική της ζιδοβουδίνης στο πλάσμα ή στην αποβολή αυτής ή του γλυκουρονικού μεταβολίτη της από τα ούρα. Ωστόσο, η χορήγηση αζιθρομυκίνης αύξησε τις συγκεντρώσεις της φωσφορυλιωμένης ζιδοβουδίνης, του κλινικά δραστικού μεταβολίτη της, στα περιφερικά μονοπύρηνα. Η κλινική σημασία του ευρήματος αυτού δεν είναι σαφής, μπορεί όμως να αποδειχτεί ωφέλιμη για τους ασθενείς.

Η αζιθρομυκίνη δεν αλληλεπιδρά σημαντικά με το σύστημα του ηπατικού κυτοχρώματος Ρ450. Πιστεύεται ότι η αζιθρομυκίνη δεν υφίσταται φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις αντίστοιχες με εκείνες της ερυθρομυκίνης και άλλων μακρολιδίων. Η επαγωγή ή η αδρανοποίηση του ηπατικού κυτοχρώματος Ρ450 μέσω του συμπλέγματος κυτοχρώματος-μεταβολίτη δεν συμβαίνει με την αζιθρομυκίνη.

Αλκαλοειδή ερυσιβώδους όλυρας

Λόγω της θεωρητικής πιθανότητας εμφάνισης εργοτισμού δεν συνιστάται η ταυτόχρονη χρήση αζιθρομυκίνης με παράγωγα ερυσιβώδους όλυρας (βλ. παράγραφο 4.4).

Φαρμακοκινητικές μελέτες έχουν διεξαχθεί ανάμεσα στην αζιθρομυκίνη και τα ακόλουθα φάρμακα, τα οποία είναι γνωστό ότι υφίστανται σημαντικό μεταβολισμό μέσω του κυτοχρώματος Ρ450.

Ατορβαστατίνη

Η συγχορήγηση ατορβαστατίνης (10 mg ημερησίως) και αζιθρομυκίνης (500 mg ημερησίως) δεν τροποποίησε τις συγκεντρώσεις της ατορβαστατίνης στο πλάσμα (με βάση μέθοδο προσδιορισμού αναστολής της HMG CoA-αναγωγάσης). Ωστόσο, μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά, έχουν αναφερθεί περιστατικά ραβδομυόλυσης σε ασθενείς που ελάμβαναν αζιθρομυκίνη μαζί με στατίνες.

Καρβαμαζεπίνη

Σε μία μελέτη φαρμακοκινητικής αλληλεπίδρασης σε υγιείς εθελοντές, δεν παρατηρήθηκε καμία σημαντική επίδραση στα επίπεδα της καρβαμαζεπίνης ή του δραστικού μεταβολίτη της στο πλάσμα, σε ασθενείς που ελάμβαναν ταυτόχρονα αζιθρομυκίνη.

Σιμετιδίνη

Σε μία φαρμακοκινητική μελέτη στην οποία εξετάσθηκε η επίδραση επί της φαρμακοκινητικής της αζιθρομυκίνης μίας άπαξ δόσης σιμετιδίνης, που χορηγήθηκε 2 ώρες πριν από την αζιθρομυκίνη, δεν παρατηρήθηκε μεταβολή της φαρμακοκινητικής της αζιθρομυκίνης.

Από του στόματος κουμαρινικά αντιπηκτικά

Σε μία φαρμακοκινητική μελέτη αλληλεπίδρασης, η αζιθρομυκίνη δεν μετέβαλε το αντιπηκτικό αποτέλεσμα μίας άπαξ δόσης 15 mg βαρφαρίνης, η οποία χορηγήθηκε σε υγιείς εθελοντές. Μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου στην αγορά, υπήρξαν αναφορές ενίσχυσης του αντιπηκτικού αποτελέσματος, μετά από συγχορήγηση αζιθρομυκίνης με από του στόματος κουμαρινικά αντιπηκτικά. Παρόλο που δεν έχει τεκμηριωθεί αιτιολογική συσχέτιση με την αζιθρομυκίνη, πρέπει να δίνεται προσοχή στη συχνότητα παρακολούθησης του χρόνου προθρομβίνης, όταν η αζιθρομυκίνη χρησιμοποιείται σε ασθενείς που λαμβάνουν από του στόματος κουμαρινικά αντιπηκτικά.

Κυκλοσπορίνη

Σε μία φαρμακοκινητική μελέτη σε υγιείς εθελοντές, στους οποίους χορηγήθηκε ημερήσια από του στόματος δόση αζιθρομυκίνης 500 mg για 3 ημέρες και ακολούθως άπαξ δόση από του στόματος κυκλοσπορίνης 10 mg/kg, οι απορρέουσες Cmax και AUC0-5 της κυκλοσπορίνης βρέθηκαν να είναι σημαντικά αυξημένες. Συνεπώς, πρέπει να εξετάζεται με προσοχή η ταυτόχρονη χορήγηση των φαρμάκων αυτών. Εάν είναι απαραίτητη η ταυτόχρονη χορήγησή τους, πρέπει να παρακολουθούνται τα επίπεδα της κυκλοσπορίνης και να προσαρμόζεται ανάλογα η δοσολογία.

Εφαβιρένζη

Η συγχορήγηση μίας άπαξ δόσης 600 mg αζιθρομυκίνης και 400 mg εφαβιρένζης ημερησίως, για 7 ημέρες, δεν είχε ως αποτέλεσμα καμία κλινικώς σημαντική φαρμακοκινητική αλληλεπίδραση.

Φλουκοναζόλη

Η συγχορήγηση μίας άπαξ δόσης αζιθρομυκίνης 1200 mg δεν μετέβαλε την φαρμακοκινητική μίας άπαξ δόσης φλουκοναζόλης 800 mg. Η συνολική έκθεση και ο χρόνος ημιζωής της αζιθρομυκίνης, δεν μεταβλήθηκαν από τη συγχορήγηση φλουκοναζόλης, ωστόσο παρατηρήθηκε μία μείωση στη Cmax (18%), η οποία δεν ήταν κλινικά σημαντική.

Ινδιναβίρη

Η συγχορήγηση μίας άπαξ δόσης 1200 mg αζιθρομυκίνης δεν είχε στατιστικά σημαντική επίδραση στη φαρμακοκινητική 800 mg ινδιναβίρης, χορηγούμενης τρεις φορές ημερησίως για 5 ημέρες.

Μεθυλπρεδνιζολόνη

Σε μία μελέτη φαρμακοκινητικής αλληλεπίδρασης σε υγιείς εθελοντές, η αζιθρομυκίνη δεν είχε καμία σημαντική επίδραση στη φαρμακοκινητική της μεθυλπρεδνιζολόνης.

Μιδαζολάμη

Η συγχορήγηση 500 mg αζιθρομυκίνης ημερησίως για 3 ημέρες σε υγιείς εθελοντές, δεν προκάλεσε κλινικά σημαντικές μεταβολές στη φαρμακοκινητική και τη φαρμακοδυναμική μίας άπαξ δόσης 15 mg μιδαζολάμης.

Νελφιναβίρη

Η συγχορήγηση αζιθρομυκίνης (1200 mg) και νελφιναβίρης σε σταθεροποιημένη κατάσταση (750 mg τρεις φορές ημερησίως) είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των συγκεντρώσεων της αζιθρομυκίνης. Δεν παρατηρήθηκαν κλινικώς σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες και η προσαρμογή της δόσης δεν είναι απαραίτητη.

Ριφαμπουτίνη

Η συγχορήγηση αζιθρομυκίνης και ριφαμπουτίνης δεν επηρέασε τις συγκεντρώσεις κανενός από τα δύο φάρμακα στον ορό του αίματος.

Έχει παρατηρηθεί ουδετεροπενία σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονη θεραπεία αζιθρομυκίνης και ριφαμπουτίνης. Αν και η ουδετεροπενία έχει συσχετιστεί με τη χρήση της ριφαμπουτίνης, δεν έχει τεκμηριωθεί αιτιολογική συσχέτιση για τον συνδυασμό της με την αζιθρομυκίνη (βλ. παράγραφο 4.8).

Σιλντεναφίλη

Σε φυσιολογικούς υγιείς άρρενες εθελοντές, δεν υπήρχαν ενδείξεις επίδρασης της αζιθρομυκίνης (500 mg ημερησίως για 3 ημέρες) στην AUC και την Cmax της σιλντεναφίλης ή του κύριου μεταβολίτη της.

Τερφεναδίνη

Φαρμακοκινητικές μελέτες δεν έδειξαν στοιχεία κάποιας αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην αζιθρομυκίνη και στην τερφεναδίνη. Έχουν αναφερθεί σπάνια περιστατικά, όπου η πιθανότητα τέτοιας αλληλεπίδρασης δεν ήταν δυνατό να αποκλεισθεί εντελώς. Παρόλα αυτά, δεν υπήρξε συγκεκριμένη ένδειξη ότι συνέβη τέτοια αλληλεπίδραση.

Θεοφυλλίνη

Δεν υπάρχουν ενδείξεις κλινικά σημαντικής φαρμακοκινητικής αλληλεπίδρασης, όταν η αζιθρομυκίνη και η θεοφυλλίνη χορηγούνται ταυτόχρονα σε υγιείς εθελοντές. Εν τούτοις, η συγχορήγηση θεοφυλλίνης και μακρολιδίων έχει συσχετιστεί με αυξημένα επίπεδα θεοφυλλίνης στον ορό. Ως εκ τούτου, συνιστάται η μέτρηση των επιπέδων θεοφυλλίνης επί συγχορήγησης αζιθρομυκίνης.

Tριαζολάμη

Σε 14 υγιείς εθελοντές, η συγχορήγηση 500 mg αζιθρομυκίνης την Ημέρα 1και 250 mg την Ημέρα 2, με 0,125 mg τριαζολάμης την Ημέρα 2, δεν είχε σημαντική επίδραση σε καμία φαρμακοκινητική μεταβλητή της τριαζολάμης, σε σύγκριση με τη συγχορήγηση τριαζολάμης με εικονικό φάρμακο.

Τριμεθοπρίμη-Σουλφαμεθοξαζόλη

Συγχορήγηση του σταθερού συνδυασμού τριμεθοπρίμης/σουλφαμεθοξαζόλης (160 mg/800 mg) επί 7 ημέρες, με 1200 mg αζιθρομυκίνης την Ημέρα 7, δεν είχε σημαντικές επιδράσεις στις μέγιστες συγκεντρώσεις, στη συνολική έκθεση ή στην απέκκριση από τα ούρα είτε της τριμεθοπρίμης είτε της σουλφαμεθοξαζόλης. Οι συγκεντρώσεις της αζιθρομυκίνης στον ορό, ήταν παρόμοιες με αυτές που έχουν παρατηρηθεί σε άλλες μελέτες.

Σιζαπρίδη

Η σιζαπρίδη μεταβολίζεται στο ήπαρ από το ένζυμο CYP 3A4. Επειδή τα μακρολίδια αναστέλλουν το ένζυμο αυτό, η σύγχρονη χορήγηση της σιζαπρίδης με τις ουσίες αυτές, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης διαταραχών του καρδιακού ρυθμού (παράταση του διαστήματος QT, κοιλιακές αρρυθμίες, TORSADE DE POINTES). Γι' αυτό να μη συγχορηγείται η σιζαπρίδη με τα φάρμακα αυτά.

Κύηση

Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα από τη χρήση της αζιθρομυκίνης σε έγκυες γυναίκες. Σε μελέτες τοξικότητας κατά την αναπαραγωγή σε πειραματόζωα, αποδείχθηκε ότι η αζιθρομυκίνη διαπερνά τον πλακούντα, αλλά δεν παρατηρήθηκαν επιδράσεις τερατογένεσης. Η ασφάλεια της αζιθρομυκίνης δεν έχει επιβεβαιωθεί με βάση τη χρήση της κατά την κύηση. Επομένως, η αζιθρομυκίνη θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά την κύηση μόνο εάν το όφελος υπερτερεί του κινδύνου.

Γαλουχία

Έχει αναφερθεί ότι η αζιθρομυκίνη εκκρίνεται στο ανθρώπινο μητρικό γάλα, αλλά δεν υπάρχουν επαρκείς και καλά ελεγχόμενες κλινικές μελέτες σε θηλάζουσες γυναίκες, στις οποίες να έχει γίνει περιγραφή της φαρμακοκινητικής της έκκρισης της αζιθρομυκίνης στο ανθρώπινο μητρικό γάλα.

Ικανότητα οδήγησης και χειρισμός μηχανημάτων

Δεν υπάρχουν ενδείξεις που να υποδεικνύουν ότι η αζιθρομυκίνη μπορεί να έχει επίδραση στην ικανότητα του ασθενούς για οδήγηση ή χειρισμό μηχανημάτων.

Σχετικό SPC

ZITHROMAX.

250 mg καψάκια σκληρά.
200 mg/5 ml κόνις για πόσιμο εναιώρημα.
250 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.
500 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία.

Το πηγαίο έγγραφο είναι διαθέσιμο προς ανάγνωση ή μεταφόρτωση από τους συνδρομητές.

ΠΧΠ 2018: ZITHROMAX Καψάκια σκληρά / Κόνις για πόσιμο εναιώρημα / Επικαλυμμένα με υμένιο δισκία

Χρήσιμα εργαλεία

Αναζήτηση αλληλεπιδράσεων >

Μπορείτε να υποστηρίξετε τον Γαληνό στην αποστολή του να παρέχει δωρεάν έγκυρη πληροφόρηση για κάθε φάρμακο απενεργοποιώντας το Ad Blocker για αυτόν τον ιστότοπο.