Περιεχόμενα κεφαλαίου
- 08.06.06.01 Αλιτρετινοΐνη (Alitretinoin)
- 08.06.06.02 Αναγρελίδη (Anagrelide)
- 08.06.06.03 Αρσενικού τριοξείδιο (Arsenic Trioxide)
- 08.06.06.04 Ασπαραγινάση (Asparaginase)
- 08.06.06.05 Βηξαροτένη (Bexarotene)
- 08.06.06.06 Βορτεζομίμπη (Bortezomib)
- 08.06.06.07 Εστραμουστίνη φωσφορική (Estramustine Phosphate)
- 08.06.06.08 Κετουξιμάμπη (Cetuximab)
- 08.06.06.09 Μιτοτάνη (Mitotane)
- 08.06.06.10 Μπεβασιζουμάμπη (Bevacizumab)
- 08.06.06.11 Πανιτουμουμάμπη (Panitumumab)
- 08.06.06.12 Πεντοστατίνη (Pentostatin)
- 08.06.06.13 Τεμσιρόλιμους (Temsirolimus)
- 08.06.06.14 Τραβεκτεδίνη (Trabectedin)
- 08.06.06.15 Τραστουζουμάμπη (Trastuzumab)
- 08.06.06.16 Τρετινοΐνη (Tretinoin)
- 08.06.06.17 Υδροξυκαρβαμίδη (Hydroxycarbamide)
Δραστικές ουσίες κεφαλαίου
Δραστική ουσία | Σύντομη περιγραφή |
---|---|
Ασπαραγινάση |
Η L-ασπαραγινάση (L-asparaginase) υδρολύει την ασπαραγίνη σε ασπαρτικό οξύ και αμμωνία. Σε αντίθεση με τα κανονικά κύτταρα, τα λεμφοβλαστικά καρκινικά κύτταρα έχουν πολύ περιορισμένη ικανότητα για σύνθεση ασπαραγίνης, λόγω της σημαντικά μειωμένης έκφρασης της συνθετάσης της ασπαραγίνης. Ως εκ τούτου, αυτά απαιτούν ασπαραγίνη η οποία διαχέεται από το εξωκυττάριο περιβάλλον. Ως αποτέλεσμα της εξάντλησης της ασπαραγίνης που επάγεται από την ασπαραγινάση στον ορό, διαταράσσεται η πρωτεϊνοσύνθεση σε λεμφοβλαστικά καρκινικά κύτταρα χωρίς να επηρεάζει τα περισσότερα φυσιολογικά κύτταρα. |
Δακαρβαζίνη |
Η δακαρβαζίνη (dacarbazine) είναι ένα κυτταροστατικό φάρμακο που αναστέλλει ταυτόχρονα τη σύνθεση του DNA, όπως οι αντιμεταβολίτες και συνδέεται με το DNA που έχει ήδη παραχθεί, όπως οι αλκυλιωτικοί παράγοντες, αφού προηγουμένως ενεργοποιηθεί από τα ένζυμα του ήπατος. |
Μιτοτάνη |
Η μιτοτάνη (mitotane) είναι μια δραστική ουσία με κυτταροτοξική δράση στα επινεφρίδια, μολονότι φαίνεται ότι μπορεί επίσης να προκαλέσει επινεφριδική αναστολή χωρίς καταστροφή κυττάρων. Τα διαθέσιμα στοιχεία παρέχουν ενδείξεις ότι η μιτοτάνη μεταβάλλει τον περιφερικό μεταβολισμό των στεροειδών και καταστέλλει απευθείας τον φλοιό των επινεφριδίων. Η χορήγηση μιτοτάνης επιδρά στον εξωεπινεφριδικό μεταβολισμό της κορτιζόλης στον άνθρωπο, οδηγώντας σε μείωση των μετρήσιμων 17-υδροξυκορτικοστεροειδών, παρόλο που δεν μειώνονται τα επίπεδα κορτικοστεροειδών στο πλάσμα. |
Πεντοστατίνη |
Η πεντοστατίνη (pentostatin) είναι ένας ισχυρός αναστολέας της μεταβατικής κατάστασης του ενζύμου απαμινάση της αδενοσίνης (ADA). Η μεγαλύτερη δραστικότητα του ADA παρατηρείται στα κύτταρα του λεμφικού συστήματος, περισσότερο στα Τ-, παρά στα Β-κύτταρα και είναι μεγαλύτερη η δραστικότητα του ADA στα κακοήθη νοσήματα από Τ-κύτταρα, σε σύγκριση με τις κακοήθειες των Β-κυττάρων. Έχει δειχθεί ότι η πεντοστατίνη δρα έναντι μιας ποικιλίας κακοηθειών του λεμφικού συστήματος, αλλά είναι ιδιαίτερα δραστική σε καρκίνους βραδείας εξέλιξης με μικρότερη συγκέντρωση ADA, όπως είναι η λευχαιμία εκ τριχωτών κυττάρων. |
Προκαρβαζίνη |
Η προκαρβαζίνη (procarbazine) είναι αναστολέας της ΜΑΟ, ο οποίος με τη δράση ηπατικών ενζύμων δρα βλαπτικά στο DNA όπως οι αλκυλιούντες παράγοντες. Η προκαρβαζίνη μπορεί να αναστείλλει την μεταφορά ομάδων μεθυλίου της μεθειονίνης σε t-RNA και με τον τρόπο αυτό ναστείλλει την πρωτεϊνοσύνθεση. Επίσης κατά την διάρκεια οξείδωσης της προκαρβαζίνης, παράγεται υπεροξείδιο του υδρογόνου που μπορεί βλάψει σουλφυδριλικές ομάδες πρωτεϊνών που είναι στενά συνδεδεμένες με το DNA κι έτσι να προκαλέσει καταστροφές στο DNA. |
Τεμοζολομίδη |
Η τεμοζολομίδη (temozolomide) είναι μία τριαζένη, που σε φυσιολογικό pH υπόκειται σε ταχεία χημική μετατροπή προς το δραστικό μονομεθυλ τριαζενοϊμιδαζολο καρβοξαμίδιο (MTIC). Πιστεύεται ότι η κυτταροτοξικότητα της MTIC οφείλεται κυρίως στην αλκυλίωση στην θέση Ο6 της γουανίνης με επιπλέον αλκυλίωση στην θέση Ν7. Οι κυτταροτοξικές βλάβες που ακολουθούν, πιστεύεται ότι περιλαμβάνουν μη φυσιολογική διόρθωση του μεθυλιωμένου παραγώγου. |
Τρετινοΐνη |
Η τρετινοΐνη (tretinoin) ανήκει στους διαφοροποιητικούς παράγοντες που προκαλούν διαφοροποίηση και ωρίμανση των κυττάρων, κυρίως της κοκκιώδους σειράς. Επίσης η τρετινοΐνη διεγείρει τη μιτωτική δραστηριότητα των θυλακιωδών επιθηλιακών κυττάρων, προκαλώντας εξώθηση των φαγεσώρων. |