Στη θεραπεία των χρονίων ηπατιτίδων Β και C χρησιμοποιούνται τα τελευταία χρόνια διάφορα φάρμακα, όπως οι ανοσοτροποποιητικοί παράγοντες ιντερφερόνη άλφα και πεγκιντερφερόνη άλφα (βλ. κεφ. 08.09 ), η λαμιβουδίνη (βλ. κεφ. 05.03.02.01 ), η ριμπαβιρίνη μαζί με ιντερφερόνη άλφα ή πεγκιντερφερόνη άλφα, η ιντερφερόνη αλφακόνη 1 και η αδεφοβίρη διπιβοξίλη. Τα αποτελέσματα είναι αρκετά ικανοποιητικά σε ικανό ποσοστό ασθενών και εκφράζονται με κλινική και ιστολογική βελτίωση, καθώς και των δεικτών ενεργότητας της νόσου.
Η ιντερφερόνη άλφα χρησιμοποιείται στη θεραπεία των χρόνιων ηπατοπαθειών B και C. Η χορήγησή της στην χρόνια ηπατίτιδα Β οδηγεί σε παρατεταμένη ύφεση το 3040% των ασθενών. Στη χρόνια ηπατίτιδα C χορηγείται μόνη ή σε συνδυασμό με ριμπαβιρίνη και οδηγεί σε παρατεταμένη ύφεση το 5-15% ή το 30-40% αντίστοιχα. Η πεγκιντερφερόνη άλφα, πεγκυλιωμένη μορφή της ιντερφερόνης άλφα, υπερτερεί της απλής και χρησιμοποιείται στη θεραπεία της χρόνιας ηπατίτιδας C, όπως και η ιντερφερόνη αλφακόνη 1. Η χορήγηση της ιντερφερόνης απαιτεί προσεκτική επιλογή των ασθενών και συστηματική παρακολούθηση δεδομένου ότι συνοδεύεται από συχνές και σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες. Λοιπά βλ. κεφ. 08.09 .
Η ιντερφερόνη άλφα χορηγείται στην ηπατίτιδα C.
Η λαμιβουδίνη και η “τενοφοβίρη δισοπροξίλη” χρησιμοποιείται στη θεραπεία της χρόνιας ηπατίτιδας Β. Χορηγείται από το στόμα και έχει λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες από την ιντερφερόνη. Η μακρόχρονη χορήγησή της όμως οδηγεί στην εμφάνιση μεταλλαγμένων στελεχών του ιού. Υπολογίζεται ότι στο τέλος του 1ου έτους χορήγησης μεταλλαγμένα στελέχη ανιχνεύονται στο 15-30% των ασθενών. Δεν είναι γνωστή ή τουλάχιστον επαρκώς τεκμηριωμένη η έκβαση στους ασθενείς αυτούς. Λοιπά βλ. 05.03.02.01.
Η ριμπαβιρίνη χρησιμοποιείται στη θεραπεία της χρόνιας ηπατίτιδας C σε συνδυασμό με ιντερφερόνη ή πεγκιντερφερόνη άλφα και στις σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες της ιντερφερόνης προστίθενται και εκείνες της ριμπαβιρίνης με προεξάρχουσα την αιμόλυση.
Η αδεφοβίρη διπιβοξίλη είναι νουκλεοτιδικό ανάλογο της μονοφωσφορικής αδενοσίνης, το οποίο ενσωματώνεται με το DNA των ηπατοτρόπων ιών και αναστέλλει τις DNA πολυμεράσες. Είναι δραστική έναντι όλων των μορφών του ιού της ηπατίτιδας Β, ανθεκτικών ή όχι στη λαμιβουδίνη. Η θεραπεία συνεχίζεται έως ότου επιτευχθεί ορομετατροπή ή εάν εμφανιστούν σημεία απώλειας της δραστικότητας.
Η εντεκαβίρη είναι νουκλεοσιδικός αναστολέας της ανάστροφης μεταγραφάσης. Εμφανίζει δράση έναντι του ιού της ηπατίτιδας Β αναστέλλοντας τις DNA πολυμεράσες του ιού. Χορηγείται και σε περιπτώσεις ασθενών χωρίς προηγούμενη θεραπεία με νουκλεοσίδια και ασθενών ανθεκτικών στη λαμιβουδίνη.
Περιεχόμενα κεφαλαίου
- 05.03.06.01 Αδεφοβίρη διπιβοξίλη (Adefovir Dipivoxil)
- 05.03.06.02 Εντεκαβίρη (Entecavir)
- 05.03.06.03 Ιντερφερόνη αλφακόνη 1 (Interferon Alfacon 1)
- 05.03.06.04 Ριμπαβιρίνη (Ribavirin)
- 05.03.06.05 Τελμπιβουδίνη (Telbivudine)
Δραστικές ουσίες κεφαλαίου
Η ιντερφερόνη αλφακόνη 1 (interferon alfacon 1) είναι μία ανασυνδυασμένη, υβριδική πρωτεΐνη που προκύπτει από διαφορετικό συνδυασμό της αλληλουχίας των αμινοξέων της ιντερφερόνης άλφα. Η ιντερφερόνη αλφακόνη 1 δεν επιδρά άμεσα εναντίον του ιού της ηπατίτιδας C, αλλά συνδεόμενη με επιφανειακούς, κυτταρικούς υποδοχείς ιντερφερόνης μπορεί να προκαλέσει πλειοτροπικές τις βιολογικές αποκρίσεις που περιλαμβάνουν αντι-ιική δράση, αντιπολλαπλασιαστικές και ανοσορυθμιστικές επιπτώσεις, ρύθμιση των επιφανειακών αντιγόνων μείζον ιστοσυμβατότητας (HLA τάξης I και τάξης II), καθώς και ρύθμιση της έκφρασης των κυτταροκινών.
Εμπορικές ονομασίες κεφαλαίου
Κ | Εμπορική ονομασία | Ενεργά συστατικά | Υπεύθυνος κυκλοφορίας |
---|---|---|---|
OLYSIO | Janssen-Cilag International NV |